29.6.09

Κρίμα





Σαφώς και δεν πήγα στον Μπορίς Γκοντουνόφ από τους Fura del Baus για να τρομάξω. Και φαντάζομαι ότι με όσα είχαν ευρέως ήδη ακουστεί και συζητηθεί για την παράσταση όλοι ήταν ενήμεροι για την ιδιαιτερότητά της.
Δεν ήταν λοιπόν το πρόβλημά μου το γεγονός ότι δεν ένιωσα το άγχος του “ομήρου” ή το ότι δε βίωσα “στο πετσί μου” την κατάσταση του εγκλεισμού, αυτά είναι πράγματα που-εικάζω- δεν μεταδίδονται με τη συμμετοχή του θεατή, καθώς κάτι τέτοιο συνεπάγεται ακραίες καταστάσεις όπου διακυβεύεται πάντα ο σεβασμός των δημιουργών προς αυτόν. Δεν περίμενα λοιπόν- και μάλλον ούτε επιθυμούσα- να με σηκώσουν βίαια από τη θέση μου ή να μου χώσουν ένα όπλο στη μούρη-όσο αληθοφανής και να γινόταν έτσι η παράσταση και όσο συντηρητική και να φαίνομαι με μια τέτοια δήλωση-και δεν ήταν αυτό που μου έλειψε.
Η ατμόσφαιρα του εφιάλτη που έζησαν οι θεατές του θεάτρου Ντουμπρόβκα το 2002 όταν αυτό καταλήφθηκε από Τσετσένους αυτονομιστές είναι σίγουρα αδύνατον να αναβιωθεί απολύτως και όσον αφορά στην πληροφορία που έδινε η παράσταση ομολογώ ότι ήταν αποτελεσματικότατη. Το πρόβλημα είναι ότι πέρα από την ευφάνταστη χρήση του χώρου, τις εξαιρετικές προβολές-σκηνικά και τα ιντερμέδια από τον πραγματικό “Μπορίς Γκοντουνόφ” του Πούσκιν-που λειτουργούσαν ως ανάσες ανάμεσα στο ρεαλιστικό διάλογο και με πολύ εύστοχο παραλληλισμό- το κείμενο της παράστασης -ντοκυμαντέρ-docu-drama όπως το ονομάζει ο σκηνοθέτης-, ήταν ανεπαρκές.
Άνευροι διάλογοι, συγκινησιακές ευκολίες, χαρακτήρες χωρίς βάθος, πλατιασμοί και αφέλειες. Ένα σχεδόν πρόχειρο κείμενο που υπονόμευε όλη τη δύναμη και την φρεσκάδα του εγχειρήματος. Δεν έχω παρακολουθήσει δυστυχώς άλλες παραστάσεις της ομάδας-για την οποία πάντα άκουγα τα καλύτερα λόγια- αλλά η συγκεκριμένη αν και αναγνωρίζω ότι τεχνικώς ήταν μια πολύ καλοφτιαγμένη, τολμηρή και προσεγμένη παράσταση τελικώς δε με κράτησε, βαρέθηκα...

26.6.09

Μ' αρέσουν

Αγαπημένο απόσπασμα από "τα ποιήματα στο δρόμο" του Νίκου Χουλιαρά:

(...)

Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.

(...)

Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.

...and the loving is easy



Ώριμη και κομψότατη, πρόσχαρη κυρία, πάσχουσα από αβάσταχτη μοναξιά, κάπου κοντά στα 50 επιχειρεί μόνη της ταξίδι στη Βενετία για το οποίο μάζευε χρόνια τώρα τις οικονομίες της -όνειρο ζωής κοινώς – ελπίζοντας σιωπηρά να ζήσει και αυτή το θαύμα που ο καθείς αξίζει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του. Μένει στην πανσιόν γοητευτικής συνομήλικης της χήρας που κάνει παρέα -και όχι μόνο όπως αποδεικνύεται-με γνωστό Αμερικάνο ζωγράφο παντρεμένο με όμορφη νεαρή...

Το Summertime με τον αγγλικό παιχνιδιάρικο τίτλο aka Summer madness είναι μια περιήγηση-ωδή στη Βενετία- τόσο επίκαιρης λόγω της φετινής bienalle! – κάτι δηλαδή σαν το Vicky Christina Barcelona με τη Βαρκελώνη, σαν το Lisbon story με τη Λισαβόνα ή σαν το Funny Face με το Παρίσι. Όσο γοητευτική και να είναι η Κάθριν Χέμπορντ μέσα στα υπέρκομψα ρούχα της και ελκυστικός ο γκριζοκρόταφος Ροζάνο Μπράτσι η μεγάλη πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η Βενετία,- ακόμα αβύθιστη μισό αιώνα πριν- η πλατεία του Αγ. Μάρκου, το palazzo Ducale, τα κανάλια, οι γόνδολες, το πολύχρωμο Murano, οι Ιταλοί και οι Ιταλίδες.

Μέσα σε αυτό το μαγευτικό σκηνικό η ώριμη κυρία γνωρίζει τον ακαταμάχητο και ευγενή μεν, παντρεμένο δε- έστω και εν διαστάσει - ο οποίος θα της χαρίσει το μικρο της θαύμα -σύντομο ανέμελο σεξ και αξέχαστο ρομάντζο- εξαλείφοντας γαρ όλες τις γυναικείες ηθικές αναστολές μιας υπερσυντηρητικής πενηντάχρονης Αμερικάνας του 50' που σοκάρεται αφάνταστα ανακαλύπτοντας την παράνομη σχέση της ξενοδόχου της αλλά καταλήγει να ζει μια ερωτική ιστορία με έναν παντρεμένο άντρα. Και εδώ βέβαια είναι που το Summertime παύει να είναι μόνο ένα συμβατικό μεταπολεμικό ρομάντζο ή μια αστραφτερή καρτ ποστάλ της Βενετίας – politically correct και happy ended- και γίνεται κάτι λίγο-έστω- παραπάνω (τέτοιες μικρές διαφορές κάνουν σπουδαία όλα τα έργα του David Lean, από το Λόρενς της Αραβίας μέχρι το Πέρασμα στην Ινδία). Μια μικρή δήλωση υπέρ του δικαιώματος στην απόλαυση και στον ελεύθερο έρωτα -ακόμα και αν αυτός είναι υπαινικτικός στην ταινία- πέραν ηλικιών, κοινωνικών επιβολών και ηθικών προσχημάτων. Φανταστείτε το εκείνη την εποχή!
Η Χέμπορντ είναι υπέροχη όπως πάντα και ο Μπράτσι γοητευτικότατος με τους γκρίζους κροτάφους του. Οι σκηνές που παίζουν με τα μάτια απολαυστικές, το Μουράνο παραμύθι όπως και όλη η Βενετία εξάλλου.

Γλυκό και ευχάριστο για καλοκαιρινές βραδιές.

25.6.09

Αυστηρώς ακατάλληλο αν η λέξη Ελλάς σας προκαλεί περηφάνια



Σε μια ταράτσα απέναντι από τη φρεσκολουσμένη ακρόπολη – όχι πολύ μακριά από το πολυσυζητημένο μουσείο της- η Κατερίνη μιλάει για τον έλληνα-με μικρό έψιλον-, για το πως αντιλαμβανόμαστε το θάνατο, για τη νοσταλγία, για την ομορφιά της ζωής, για εμάς, για το πως πρέπει να χορεύεται η ντίσκο, για την ποίηση ενός λαϊκού άσματος και για πολλά άλλα μέσα από μια παράσταση-πρόσκληση αυτοσχεδιασμού, συζήτησης, διάδρασης, εξομολόγησης, χαμογέλιων και δακρύων, αναμνήσεων και ονείρων χωρίς πρωταγωνιστές, σασπένς και κορυφώσεις αλλά μόνο με φρεσκάδα και ειλικρίνεια.
Ένα ήσυχο ταξίδι, αστείο και συγκινητικό από τη μια- μέσα από προσωπικά βιώματα - αλλά και μια σκληρή αλλά εύστοχη κριτική του συγκαλυμμένου απέραντου ελληνικού επαρχιωτισμού, του κιτς και του λαϊκισμού, της ψευτιάς και της στείρας προσκόλλησης στην παράδοση.
Οι οδηγητές μας σε όλο αυτό, οι Blitz, ταλαντούχοι και έξυπνοι -κάποιους από αυτούς τους έχουμε δει μεταξύ άλλων και σε παραστάσεις του Μαρμαρινού (έντονες και γόνιμες οι επιρροές του)- εμπνέουν χαρισματικά μια απρόσμενη οικειότητα – επιδέξιοι αλιείς εκμυστηρεύσεων και αναμνήσεων - και δημιουργούν αβίαστα μια ζεστή ατμόσφαιρα τόσο μέσα στα δωμάτια όσο και στην ταράτσα. Δυστυχώς έζησα μόνο τα δυο “δωμάτια” που αναλογούν σε μια παράσταση- το μάθημα της Ομηρικής Νέκυιας με την αναπόληση δικών μας αγαπημένων ανθρώπων που έχουν φύγει- και την ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας όπου νοσταλγήσαμε περασμένα και επόμενα καλοκαίρια μας...Και ξέρετε τι κατάλαβα; Ότι τελικώς οι καλύτερες ιστορίες είναι οι δικές μας.

Μη χάσετε αυτή την όμορφη παράσταση –

Ομάδα Blitz

Κατερίνη

μέχρι 28 Ιουνίου στο Bios Πειραιώς 84

15.6.09

Κι άλλες ντροπές

Και μετά από την άνοδο του Καρατζαφέρη στις πρόσφατες εκλογές και τα απερίγραπτα σκηνικά στον Άγιο Παντελεήμονα αυτή η υπέροχη χώρα εξακολουθεί να τροφοδοτεί την υπερηφάνεια μας με πράξεις μεγαλείου:

Η μεγάλη περιπέτεια στην Γκράβα
Διώκεται επειδή ενσωμάτωσε τα παιδιά των μεταναστών στη ζωή του σχολείου
Κυνηγοί του «φανερού» σχολειού

ποιος έθιξε το εκπαιδευτικό μας σύστημα;

11.6.09

I could sit right here and think a thousand miles away... (λίγα λόγια για το Κουτσό του Χούλιο Κορτάσαρ)




Στο «Κουτσό» βουτάς. Και δεν ξέρεις αν θα ξαναβγείς. Ίδιος τουλάχιστον. Είναι ένα βιβλίο θάλασσα, ρουφήχτρα, κάτι από Ταρκοφσκική αποκάλυψη ή Φελινική κρίση αυτογνωσίας ή Νιτσεικός μηδενισμός.
Ο Κορτάσαρ θα έλεγες ότι παραληρεί ιλιγγιωδώς και σε παρασύρει μαζί του σε μια κατρακύλα σχεδόν απάνθρωπης αποφλοίωσης της ανθρώπινης φύσης.
Στην περίπτωση μιας συναισθηματικής άφεσης το αποτέλεσμα μπορεί να είναι οδυνηρό- βάναυσες ενδοσκοπήσεις και συναντήσεις με σκέψεις που δεν θα’ θελες να κάνεις, όλες οι αισθήσεις στο ζενίθ τους η δημιουργικότητα, η αυτοεκτίμηση,η φιλία, ο έρωτας, η περιφρόνηση, η απόγνωση, η αφοσίωση, η ειρωνεία, η ιδεολογία, η πάλη με την τέχνη, η πάλη με το εγώ.
Γνήσιος μαθητής του Μπόρχες, ίσως όχι με τόσο έντονα αναγνωρίσιμο το μεταφυσικό στοιχείο-μάλλον με έντονη την αναζήτηση αυτού-, θαυμάσιος πάντως ασκητής του μεταμοντέρνου με διαρκείς καίριες αναφορές σε όλη την ιστορία τέχνης και καθώς άλλης εποχής και κουλτούρας τα συναπαντήματά του δεν μένουν μόνο στην λογοτεχνία και την φιλοσοφία όπως αυτά του πάνσοφου τυφλού δασκάλου αλλά διακλαδίζονται με εντρύφηση σε εικαστικά και μουσική-με μια ευρύτατη γνώση από κλασσική έως jazz, από Τζιότο μέχρι Πόλοκ- γεγονός φυσικά που θα έκανε πολύ ελκυστική- αν και ενδεχομένως αδύνατη μια και οι αναφορές του είναι πάμπολλες και αλλεπάλληλες έως υπεροπτικά αυτονόητες- μια αναλυτική –και απολαυστική-επιμέλεια του είδους Κυριακίδη.
Η παιγνιώδης φύση του βιβλίου υπαγορεύει δυο-τουλάχιστον- μεθόδους ανάγνωσης. Αν και στην αρχή το, εναλλακτικό μεν, υποδεικνυόμενο από τον συγγραφέα δε, “πέρα δώθε” του βιβλίου φαίνεται κουραστικό και ίσως αποτρεπτικό, από κάποια στιγμή και μετά είναι εθισμός.
Στο τέλος κάθε κεφαλαίου κεφαλαίου είναι επιταγή πλέον η κυνική ματιά του Μορέλι –το άλλο πρόσωπο του Ιανού-συγγραφέα, ή μάλλον ένα από τα άλλα πρόσωπα -ή οι μυστήριες επεξηγηματικές παρεμβάσεις του συγγραφέα που ανατρέπουν το ήδη ανατρεπόμενο, ή έστω ένα ποιητικό ιντερμέδιο που αποφορτίζει ή επαναφορτίζει, λες και από τα κεφάλαια κάτι σου λείπει πάντα στο τέλος ή σε ξεπερνά -ίσως όμως και σε επαναφέρει σε μια πραγματικότητα που δεν επιθυμείς, οπότε υπάρχει πάντα και ο συμβατικός δρόμος ανάγνωσης με τη γραμμική φορά και τη συνεπή αφήγηση.
Το «Κουτσό»όμως είναι προπαντός ένα παιχνίδι. Από τη Γη στον Ουρανό. Από το 1 στο 12. Σε παρασύρει να παίξεις, να ακολουθήσεις τους φιλοσοφικούς λαβυρίνθους της περίεργης παρέας της Λέσχης του φιδιού, να ταυτιστείς άθελά σου με τον Ολιβέιρα -καθόλου εύκολος άνθρωπος- να συζητήσεις με τον πιο αιρετικό των αιρετικών Μορέλι, με τον αδιάλλακτο ζωγράφο Ετιέν, τον αφηρημένο μουσικό Ρόλαντ και την κεραμίστρια -”ποιμενίδα των σκιών”- Μπάμπς.
Σε προκαλεί να εύχεσαι να ζούσες εκεί ανάμεσά τους, να συμμετείχες στις παράδοξες σιωπηλές jazz βραδιές τους, στις οργισμένες συζητήσεις τους περί τέχνης και φιλοσοφίας-για την εκλέπτυνση του Κλεέ και το απολυτό του Μοντριάν, να γνώριζες όλους αυτούς τους ιδιόρρυθμους μποέμ διανοούμενους του Παρισιού του 50'.
Δύσκολο βιβλίο φαντάζομαι με εξαιρετικές δυσκολίες στη μετάφραση καθώς ο Κορτάσαρ – Μορέλι διαρκώς πειραματίζεται με τη γλώσσα ,την τσαλακώνει και τη χλευάζει-θέλεις να το διαβάσεις στο πρωτότυπο αλλά φοβάσαι - υπάρχει και αυτό το παράδοξο κεφάλαιο 34 όπου δυο κείμενα εναλλάσσονται γραμμή παρά γραμμή, υπάρχουν τα τρυφερά γλίγλικα στο 68 και όλα αυτά τα παιχνίδια με τη γλώσσα με τα χι της Νοτιοαμερικάνικης προφοράς των ισπανικών και τα θου της καστελιάνικης, πόσο καλά ισπανικά πια να γνωρίζει κανείς-και να ταν μόνο αυτό βεβαίως, πόσο καλά να γνωρίζεις τον Τζόις τον Κίρκεγκωρ και τον Όσκαρ Πήτερσον στο κάτω κάτω;
Το αποτέλεσμα παρά τις φαινομενικές γνωστικές δυσκολίες πάντως είναι τόσο μαγνητικό –με όλες αυτές τις παράδοξες αλλά και τόσο οργανικά εύστοχες μεταφορές και αυτή τη σκληρή και σκοτεινή κριτική στον άνθρωπο-που δεν μπορείς να το αφήσεις ή μάλλον δεν σε αφήνει, σε ακολουθεί. Το κλείνεις και η σκέψη του Ολιβέιρα, το μαρτύριό του είναι στο μυαλό σου και κει που φοβάσαι μην ταυτιστείς μαζί του. γιατί δεν έχεις καταλήξει αν τελικώς είναι ο πλέον αξιέραστος ή απεχθής και δυστυχής άνθρωπος, εμφανίζονται στη σκηνή ο Τράβελερ και η Ταλίσα, αυτό το υπέροχο ζεύγος σαν δροσερό ρεύμα αέρα. Και γίνεται έτσι σαν ξημέρωμα το πέρασμα από το πνιγηρό Παρίσι σε ένα ηλιόλουστο Μπουένος Άιρες . Και όπως το Παρίσι από την άλλη πλευρά μοιάζει με μια Μεγάλη Κρύα Νύχτα- υπέροχο υπέροχο κεφάλαιο 73-σκοτεινό και αποπνιχτικό, με τις σκιώδεις φιγούρες της Λέσχης του φιδιού βουλιαγμένες μέσα στη σκέψη και την αποτυχία αλλά γοητευτικό και απείρως ερωτικό ταυτόχρονα κάτω από τις γέφυρες, γύρω από τον Σηκουάνα, μέσα στις στοές και τα στενά του, το Μπουένος Άιρες ανατέλλει από την εδώ πλευρά φωτεινό ακόμα και στα βράδια του- ένα ατελείωτο ζεστό μεσημέρι διχασμένο ανάμεσα σε ένα τσίρκο και ένα φρενοκομείο-τι μεταφορά!- μέσα σε αυλές σπιτιών και ανοιχτά παράθυρα όπου το περίεργο τρίγωνο των Ολιβέιρα με τον Τράβελερ και την Ταλίτα –ο Τράβελερ που ονειρεύεται άδοξα να ταξιδέψει, το alter ego του, ο doppelgänger του και η προσγειωμένη ευφυής Ταλίτα με την παράδοξη ομοιότητα της με τη Μάγα- τη Μάγα που εξαφανίστηκε μετά το θάνατο του Ροκαμαδούρ, που ίσως και να πήδηξε στο ποτάμι, ίσως όμως και όχι και να τριγυρνά απλώς άσκοπα και που ο Ολιβέιρα δεν σταματά να αποζητά ακόμα και γυρνώντας στην Αργεντινή. Και ίσως ο Τράβελερ και η Ταλίσα να είναι μια παράλληλη εναλλακτική πραγματικότητα του Ολιβέιρα και της Μάγας με την οποία αυτός βρίσκεται θλιβερά αντιμέτωπος.
Γιατί υπάρχει μια διάχυτη μελαγχολία στο Κουτσό που έχει έδρα την αδιαπραγμάτευτη καταδίκη του ανθρώπου στη μοναξιά. Ο Ολιβέιρα αναζητά το κέντρο της ύπαρξής του, τα μεταφυσικά ποτάμια, τον σκοπό της ανθρώπινης φύσης, το πέρασμα στην αλήθεια, αποδομεί με χειρουργική ακρίβεια τη φιλία, τον έρωτα, την απλή συμπάθεια και τη συμπόνοια χωρίς όμως τελικώς να αποστασιοποιηθεί από αυτά αφού εξακολουθεί να ψάχνει ανομολόγητα για τη Μάγα- αν και “το κέντρο της ύπαρξής της σίγουρα δεν βρισκόταν στο κεφάλι της”- και επιδιώκει αχόρταγα την παρέα του Τράβελερ και της Ταλίσα-μήπως αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα της ζωής λοιπόν; Αυτό το “απλωμένο χέρι” στο οποίο “έπρεπε να απαντήσει ένα άλλο απλωμένο χέρι απ' έξω, από την άλλη μεριά” ;

Τι άλλο να πω... Είναι και αυτό το περίφημο κεφάλαιο 7-toco tu boca...- είναι τα ψάρια, τα κίτρινα λουλούδια, τα πράσινα κεριά, οι κύκλωπες “ο έρωτας όμως αυτή η λέξη...”
Είναι η Αναίς Νίν, ο Κάρλος Γκαρντέλ, ο Γκομπρόβιτς, ο Οκτάβιο Παζ, ο Μπατάιγ, ο Λέβι Στρος, ο Καρτέσιος, το swing, ο Κρεβέλ, το σκάκι, ο Σέλιν, ο Τσακ Μπέρυ, ο Μπένυ Κάρτερ, η Μπέσυ Σμιθ, είναι η τρέλα και η λογική, οι αναμνήσεις, οι λέξεις, ο Έλιοτ, η Αλίκη, ο χρόνος και πάνω απ' όλα η μοναξιά.
“Και σκεφτόμασταν αυτό το απίστευτο πράγμα που είχαμε διαβάσει, πως το ψάρι όταν είναι μόνο του μέσα στη γυάλα μαραζώνει και ότι αρκεί να βάλεις ένα καθρέφτη και το ψάρι ξαναγίνεται ευτυχισμένο...”