12.3.08

Εν τη αμερίστω αγάπη




Ένας οριστικά ατελέσφορος έρωτας, μια αιωρούμενη και απροσδιόριστη ενοχή, ένας φάρος και μια ελιά που δεν αποφασίζει να καρπίσει.
Ένας αγαλμάτινος νεοέλληνας αυτάρεσκος αστός Ερμής και ένα σκοτεινό και λιγομίλητο αγόρι που εισβάλλει αστραπιαία αλλά καταλυτικά στη ζωή του πρώτου και πεθαίνει από έλλειψη αγγίγματος στην προσπάθεια του να ανέβει στον Αλδεβαράν του έρωτά του, το τελευταίο άστρο από τον αστερισμό των Υάδων.
Μια ζωή χωρισμένη σε προ Μύρτου και μετά Μύρτο ένα πέρασμα που πραγματοποιείται μέσω ενός γραπτού ερωτικού σπαράγματος. Μια έξοδος του πρωταγωνιστή από το όλον της μέχρι τότε ζωής του μετά τη συνειδητοποίηση της ενοχής του απέναντι στο Μύρτο, τελικά απέναντι στη ζωή. Ο Μάτεσις αφάνταστα αδυσώπητος για άλλη μια φορά με τους ήρωές του, τους στερεί αμετάκλητα την τόσο επιθυμητή μεταξύ τους σαρκική επαφή –ούτε ένα άγγιγμα δεν τους χαρίζεται-και τους αφήνει μόνους και αβοήθητους σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους- ο τόπος της ζωής, ο τόπος του θανάτου, ο έρωτας του Ερμή σχηματοποιείται μόλις μετά το θάνατο του Μύρτου, μοιραίος αναχρονισμός-βυθισμένους στην οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι δεν έχουν αγαπήσει ούτε αγαπηθεί μέχρι τότε. Ναι μεν τους προικίζει με την πολυπόθητη αγάπη αλλά είναι μια αγάπη καρατομημένη -τόσο στερημένη από το άγγιγμα του αγαπημένου που ο Ερμής θεωρεί προσβολή κάθε άλλο άγγιγμα, προσβολή και πόνο, τόσο που θα το επιτρέψει μόνο για να αυτοτιμωρηθεί σε μια συμβολική επαφή-σταύρωση, έναν άγριο Ευαγγελισμό που πάλι δεν θα τον λυτρώσει. Ο πρωταγωνιστής μετά την ανάληψη- αποκάλυψη του χιμαιρικού εραστή του μετατρέπεται σε υπνοβάτη-κατάσταση στην οποία τον υποβάλλει μερικώς ο Μύρτος και από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του – χωρίς παρελθόν με αποκλειστικό σκοπό την τελική μετουσίωση του σε αυτόν.
Η γλώσσα εμμένει σαρκαστική, ο κυνισμός του Μάτεσι απογειώνει την τραγικότητα του ασύμπτωτου των δύο εραστών. Το θέμα πάντα είναι το αβάσταχτο της ζωής χωρίς αγάπη. (Πείτε με κλισέ δε με νοιάζει).