11.6.09

I could sit right here and think a thousand miles away... (λίγα λόγια για το Κουτσό του Χούλιο Κορτάσαρ)




Στο «Κουτσό» βουτάς. Και δεν ξέρεις αν θα ξαναβγείς. Ίδιος τουλάχιστον. Είναι ένα βιβλίο θάλασσα, ρουφήχτρα, κάτι από Ταρκοφσκική αποκάλυψη ή Φελινική κρίση αυτογνωσίας ή Νιτσεικός μηδενισμός.
Ο Κορτάσαρ θα έλεγες ότι παραληρεί ιλιγγιωδώς και σε παρασύρει μαζί του σε μια κατρακύλα σχεδόν απάνθρωπης αποφλοίωσης της ανθρώπινης φύσης.
Στην περίπτωση μιας συναισθηματικής άφεσης το αποτέλεσμα μπορεί να είναι οδυνηρό- βάναυσες ενδοσκοπήσεις και συναντήσεις με σκέψεις που δεν θα’ θελες να κάνεις, όλες οι αισθήσεις στο ζενίθ τους η δημιουργικότητα, η αυτοεκτίμηση,η φιλία, ο έρωτας, η περιφρόνηση, η απόγνωση, η αφοσίωση, η ειρωνεία, η ιδεολογία, η πάλη με την τέχνη, η πάλη με το εγώ.
Γνήσιος μαθητής του Μπόρχες, ίσως όχι με τόσο έντονα αναγνωρίσιμο το μεταφυσικό στοιχείο-μάλλον με έντονη την αναζήτηση αυτού-, θαυμάσιος πάντως ασκητής του μεταμοντέρνου με διαρκείς καίριες αναφορές σε όλη την ιστορία τέχνης και καθώς άλλης εποχής και κουλτούρας τα συναπαντήματά του δεν μένουν μόνο στην λογοτεχνία και την φιλοσοφία όπως αυτά του πάνσοφου τυφλού δασκάλου αλλά διακλαδίζονται με εντρύφηση σε εικαστικά και μουσική-με μια ευρύτατη γνώση από κλασσική έως jazz, από Τζιότο μέχρι Πόλοκ- γεγονός φυσικά που θα έκανε πολύ ελκυστική- αν και ενδεχομένως αδύνατη μια και οι αναφορές του είναι πάμπολλες και αλλεπάλληλες έως υπεροπτικά αυτονόητες- μια αναλυτική –και απολαυστική-επιμέλεια του είδους Κυριακίδη.
Η παιγνιώδης φύση του βιβλίου υπαγορεύει δυο-τουλάχιστον- μεθόδους ανάγνωσης. Αν και στην αρχή το, εναλλακτικό μεν, υποδεικνυόμενο από τον συγγραφέα δε, “πέρα δώθε” του βιβλίου φαίνεται κουραστικό και ίσως αποτρεπτικό, από κάποια στιγμή και μετά είναι εθισμός.
Στο τέλος κάθε κεφαλαίου κεφαλαίου είναι επιταγή πλέον η κυνική ματιά του Μορέλι –το άλλο πρόσωπο του Ιανού-συγγραφέα, ή μάλλον ένα από τα άλλα πρόσωπα -ή οι μυστήριες επεξηγηματικές παρεμβάσεις του συγγραφέα που ανατρέπουν το ήδη ανατρεπόμενο, ή έστω ένα ποιητικό ιντερμέδιο που αποφορτίζει ή επαναφορτίζει, λες και από τα κεφάλαια κάτι σου λείπει πάντα στο τέλος ή σε ξεπερνά -ίσως όμως και σε επαναφέρει σε μια πραγματικότητα που δεν επιθυμείς, οπότε υπάρχει πάντα και ο συμβατικός δρόμος ανάγνωσης με τη γραμμική φορά και τη συνεπή αφήγηση.
Το «Κουτσό»όμως είναι προπαντός ένα παιχνίδι. Από τη Γη στον Ουρανό. Από το 1 στο 12. Σε παρασύρει να παίξεις, να ακολουθήσεις τους φιλοσοφικούς λαβυρίνθους της περίεργης παρέας της Λέσχης του φιδιού, να ταυτιστείς άθελά σου με τον Ολιβέιρα -καθόλου εύκολος άνθρωπος- να συζητήσεις με τον πιο αιρετικό των αιρετικών Μορέλι, με τον αδιάλλακτο ζωγράφο Ετιέν, τον αφηρημένο μουσικό Ρόλαντ και την κεραμίστρια -”ποιμενίδα των σκιών”- Μπάμπς.
Σε προκαλεί να εύχεσαι να ζούσες εκεί ανάμεσά τους, να συμμετείχες στις παράδοξες σιωπηλές jazz βραδιές τους, στις οργισμένες συζητήσεις τους περί τέχνης και φιλοσοφίας-για την εκλέπτυνση του Κλεέ και το απολυτό του Μοντριάν, να γνώριζες όλους αυτούς τους ιδιόρρυθμους μποέμ διανοούμενους του Παρισιού του 50'.
Δύσκολο βιβλίο φαντάζομαι με εξαιρετικές δυσκολίες στη μετάφραση καθώς ο Κορτάσαρ – Μορέλι διαρκώς πειραματίζεται με τη γλώσσα ,την τσαλακώνει και τη χλευάζει-θέλεις να το διαβάσεις στο πρωτότυπο αλλά φοβάσαι - υπάρχει και αυτό το παράδοξο κεφάλαιο 34 όπου δυο κείμενα εναλλάσσονται γραμμή παρά γραμμή, υπάρχουν τα τρυφερά γλίγλικα στο 68 και όλα αυτά τα παιχνίδια με τη γλώσσα με τα χι της Νοτιοαμερικάνικης προφοράς των ισπανικών και τα θου της καστελιάνικης, πόσο καλά ισπανικά πια να γνωρίζει κανείς-και να ταν μόνο αυτό βεβαίως, πόσο καλά να γνωρίζεις τον Τζόις τον Κίρκεγκωρ και τον Όσκαρ Πήτερσον στο κάτω κάτω;
Το αποτέλεσμα παρά τις φαινομενικές γνωστικές δυσκολίες πάντως είναι τόσο μαγνητικό –με όλες αυτές τις παράδοξες αλλά και τόσο οργανικά εύστοχες μεταφορές και αυτή τη σκληρή και σκοτεινή κριτική στον άνθρωπο-που δεν μπορείς να το αφήσεις ή μάλλον δεν σε αφήνει, σε ακολουθεί. Το κλείνεις και η σκέψη του Ολιβέιρα, το μαρτύριό του είναι στο μυαλό σου και κει που φοβάσαι μην ταυτιστείς μαζί του. γιατί δεν έχεις καταλήξει αν τελικώς είναι ο πλέον αξιέραστος ή απεχθής και δυστυχής άνθρωπος, εμφανίζονται στη σκηνή ο Τράβελερ και η Ταλίσα, αυτό το υπέροχο ζεύγος σαν δροσερό ρεύμα αέρα. Και γίνεται έτσι σαν ξημέρωμα το πέρασμα από το πνιγηρό Παρίσι σε ένα ηλιόλουστο Μπουένος Άιρες . Και όπως το Παρίσι από την άλλη πλευρά μοιάζει με μια Μεγάλη Κρύα Νύχτα- υπέροχο υπέροχο κεφάλαιο 73-σκοτεινό και αποπνιχτικό, με τις σκιώδεις φιγούρες της Λέσχης του φιδιού βουλιαγμένες μέσα στη σκέψη και την αποτυχία αλλά γοητευτικό και απείρως ερωτικό ταυτόχρονα κάτω από τις γέφυρες, γύρω από τον Σηκουάνα, μέσα στις στοές και τα στενά του, το Μπουένος Άιρες ανατέλλει από την εδώ πλευρά φωτεινό ακόμα και στα βράδια του- ένα ατελείωτο ζεστό μεσημέρι διχασμένο ανάμεσα σε ένα τσίρκο και ένα φρενοκομείο-τι μεταφορά!- μέσα σε αυλές σπιτιών και ανοιχτά παράθυρα όπου το περίεργο τρίγωνο των Ολιβέιρα με τον Τράβελερ και την Ταλίτα –ο Τράβελερ που ονειρεύεται άδοξα να ταξιδέψει, το alter ego του, ο doppelgänger του και η προσγειωμένη ευφυής Ταλίτα με την παράδοξη ομοιότητα της με τη Μάγα- τη Μάγα που εξαφανίστηκε μετά το θάνατο του Ροκαμαδούρ, που ίσως και να πήδηξε στο ποτάμι, ίσως όμως και όχι και να τριγυρνά απλώς άσκοπα και που ο Ολιβέιρα δεν σταματά να αποζητά ακόμα και γυρνώντας στην Αργεντινή. Και ίσως ο Τράβελερ και η Ταλίσα να είναι μια παράλληλη εναλλακτική πραγματικότητα του Ολιβέιρα και της Μάγας με την οποία αυτός βρίσκεται θλιβερά αντιμέτωπος.
Γιατί υπάρχει μια διάχυτη μελαγχολία στο Κουτσό που έχει έδρα την αδιαπραγμάτευτη καταδίκη του ανθρώπου στη μοναξιά. Ο Ολιβέιρα αναζητά το κέντρο της ύπαρξής του, τα μεταφυσικά ποτάμια, τον σκοπό της ανθρώπινης φύσης, το πέρασμα στην αλήθεια, αποδομεί με χειρουργική ακρίβεια τη φιλία, τον έρωτα, την απλή συμπάθεια και τη συμπόνοια χωρίς όμως τελικώς να αποστασιοποιηθεί από αυτά αφού εξακολουθεί να ψάχνει ανομολόγητα για τη Μάγα- αν και “το κέντρο της ύπαρξής της σίγουρα δεν βρισκόταν στο κεφάλι της”- και επιδιώκει αχόρταγα την παρέα του Τράβελερ και της Ταλίσα-μήπως αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα της ζωής λοιπόν; Αυτό το “απλωμένο χέρι” στο οποίο “έπρεπε να απαντήσει ένα άλλο απλωμένο χέρι απ' έξω, από την άλλη μεριά” ;

Τι άλλο να πω... Είναι και αυτό το περίφημο κεφάλαιο 7-toco tu boca...- είναι τα ψάρια, τα κίτρινα λουλούδια, τα πράσινα κεριά, οι κύκλωπες “ο έρωτας όμως αυτή η λέξη...”
Είναι η Αναίς Νίν, ο Κάρλος Γκαρντέλ, ο Γκομπρόβιτς, ο Οκτάβιο Παζ, ο Μπατάιγ, ο Λέβι Στρος, ο Καρτέσιος, το swing, ο Κρεβέλ, το σκάκι, ο Σέλιν, ο Τσακ Μπέρυ, ο Μπένυ Κάρτερ, η Μπέσυ Σμιθ, είναι η τρέλα και η λογική, οι αναμνήσεις, οι λέξεις, ο Έλιοτ, η Αλίκη, ο χρόνος και πάνω απ' όλα η μοναξιά.
“Και σκεφτόμασταν αυτό το απίστευτο πράγμα που είχαμε διαβάσει, πως το ψάρι όταν είναι μόνο του μέσα στη γυάλα μαραζώνει και ότι αρκεί να βάλεις ένα καθρέφτη και το ψάρι ξαναγίνεται ευτυχισμένο...”

2 σχόλια:

Haris Tortorelis είπε...

Με τέτοια παρουσίαση δεν αφήνεις πολλά περιθώρια, πρέπει να το διαβάσω!!!

Τελικά δεν μας διάβασες απόσπασμα στο σεμινάριο :-(

Mήπως τον χειμώνα με τα τσάγια μας και το λικέρ να μας το αναγνώσεις?

koritsi_oksi είπε...

ευχαρίστως! ειδικά αν ανάψεις και το τζάκι και επιλέξω και τη σωστή μουσική :) θα το κάνουμε project
πάντως ανεξάρτητα από αυτό διάβασέ το είναι τόσο υπέροχο αυτό το βιβλίο!