22.4.10

Ημερολόγιο (μια τυχαία κρίση αυτογνωσίας)




Δεν ξέρω από πού κληρονόμησα αυτή την εξάρτηση από την μουσική. Οι γονείς μου ήταν τελείως απαθείς στο θέμα. Η μουσική ήταν μόνο μια ευχάριστη υπόκρουση για κάποιες στιγμές, δεν υπήρχε κριτήριο, καμιά ανάγκη-τα ακούσματα αναμενόμενα, Θεοδωράκης και Ξυλούρης επίφαση κουλτούρας του κρητικού σωβινισμού του πατέρα μου, ένας Λοϊζος, καμιά Φαραντούρη λόγω των ανάλογων κομμουνιστικών καταλοίπων κάπου βρέθηκε μια Μούσχουρη-εύκολες μελωδίες ήταν και το international του θέματος-, κάτι ελαφρά ανώδυνα έντεχνα του 70’ κασέτες με ποτ πουρί συλλογές που επαναλαμβάνονταν αενάως στα μακρά αυτοκινητιστικά ταξίδια, δίσκοι δώρα –Joan Baez, Ιταλικές συλλογές, Vicky Leandros, Joe Dassen που έφερνε ένα ξενιτεμένος θείος που ταξίδευε παντού, μια μεγάλη κασετίνα Edith Piaf -που ποτέ δεν ακούγαμε καθώς το πικάπ ήταν σε άβολη θέση για να λειτουργήσει, κάτι cd κλασσικής από εφημερίδες-αργότερα- γενικώς πολύ cd από εφημερίδες όταν ξεκίνησε η μόδα, στην κουζίνα πάντα το ραδιόφωνο κυρίως ειδησιογραφικές ή πρωινές εκπομπές- στο αυτοκίνητο ποδόσφαιρο και μετά οτιδήποτε, καμιά συνειδητή επιλογή, καμιά αντίδραση είτε σκυλάδικα είτε "έντεχνα" όλα το ίδιο- μόνο αγγλόφωνα δεν βάζουμε- τους αραπάδες, όπως πολύ λόγια χαρακτήριζε ο πατέρας μου όλη την αγγλόφωνη μουσική, η άξεστη εφηβική μουσική μας - γενικώς μια απαξίωση για τη μουσική με έναν ψευτοσεβασμό στην κλασσική έτσι γενικά όμως, ό,τι να΄ναι με βιολιά και πιάνα. Και δεν χωνεύουμε τον Χατζιδάκη γιατί είναι αδερφή βεβαίως.
Το γιατί εγώ κάποια στιγμή στα 12 ξεκίνησα πιάνο εξακολουθεί να είναι μια απορία- από τη μια η άτοπη νοσταλγία της μαμάς για εποχές κορασίδων με μπαλέτο και πιάνο-είχα περάσει και τρία εφιαλτικά χρόνια σε σχολές μπαλέτου-, από την άλλη η παράλογη εμμονή μου με τις μελόντικες στο δημοτικό πίστεψαν οι δόλιοι ότι έχω ταλέντο έβλεπαν και κάτι Σγούρους κάτι Καβάκους έλεγαν λες να ναι αυτή η κλίση της, μου πήραν πιάνο- no problem έπαιζα, έψαχνα και γω να βρω το ταλέντο μου, βαριόμουνα με τις κλίμακες και με τον Χάιντν έπαιζα ό,τι ήθελα φώναζαν οι δασκάλες ότι χάλαγα τα χέρια μου, μετά έπεσα για χρόνια και σε μια άχρηστη γεροντοκόρη που μου έκανε από την μια ώρα που είχαμε το ένα τέταρτο και μετά τηλέφωνα και καλλωπισμοί, βαριόμουνα, δεν ήμουν και καλή, δεν διάβαζα, δεν χαλάρωνα, προτιμούσα να βγάζω ακουστικά κομμάτια των beatles και τρέχοντα χιτάκια, μέχρι να τελειώσω το σχολείο ήμουν τραγικά στάσιμη, μετά προχώρησα λίγο αλλά πάλι μια μετριότητα κάποια στιγμή τα παράτησα προς απόγνωση της μητέρας μου που ονειρευόταν να με βγάζει έκθεμα μπροστά στις φίλες της και να παίζω την Κομπαρσίτα, προς απόγνωση του πατέρα μου που διέβλεπε ένα πρόσθετο εισόδημα στην ευημερία μου μέσα από παράδοση μαθημάτων πιάνου στο μέλλον και παράλληλα βεβαίως με την εξέχουσα-και αδιαπραγμάτευτη- καριέρα μου στη NASA. Και που είσαι ακόμα…Αλλά αυτό είναι άλλο ανέκδοτο.
Εγώ πάλι άκουγα συνέχεια μουσική, συνέχεια, walkman, ραδιόφωνο κολλημένη, κασέτες και κασέτες εγγραφές, μια εγγενής απώθηση από ότι ελληνικό και ελαφρύ -όχι ότι δεν πέρασα μια περίοδο με Κατσιμιχαίους και Αλκίνοο στα πρώτα χρόνια στο Πανεπιστήμιο, το ξεπέρασα όμως πολύ γρήγορα αν και χωρίς να ανήκω και στους αμετανόητους ροκάδες που χαρακτήριζαν την εποχή, μετά γνώρισα το Γιάννη και με μύησε στις ομορφιές της άλλης όχθης, light ψυχεδέλειες, ιταλική lounge από soft porno του 60’, tropicalismo και bosses σε συνδυασμό με την τότε έκρηξη της Brit pop και του Indy-αχ τα παλιά καλά χρόνια-, εκεί λίγο πιο πριν είχα αρχίσει να μαζεύω και κινηματογραφικές μουσικές μανιωδώς-αφού πέρασα και εκείνη την περίοδο που παρακολουθούσα με προσήλωση ό,τι για το σινεμά, κινηματογραφικές ομάδες και λέσχες - έφευγα από το σπίτι το πρωί και γύρναγα ξημερώματα, με το ελαφρυντικό της φοιτήτριας- τα πρώτα 5-6 χρόνια δεν καταλάβαινα τίποτα οι γονείς περίμεναν το πτυχίο και γω γύρναγα από θεατρικές σε κινηματογραφικές αίθουσες, ρακές και κρασιά και μετά στο Decadance και το Mad και το Plan B. Ήταν μεγάλη ανακάλυψη για μένα το γεγονός ότι υπήρχαν άνθρωποι που γούσταραν ό,τι και εγώ στη μουσική και στο σινεμά και στη ζωή τους βρήκα μόνο αφού τέλειωσα το σχολείο-ήταν βάρβαρη εποχή για μένα το σχολείο, δεν περνούσα καλά, ένιωθα εκτός, δεν καταλάβαινα τους ανθρώπους γύρω μου, δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτα, τι έπρεπε να κάνω για να κάνω φίλους για να με προσέξει το αγοράκι που μου άρεσε, ζούσα σε μια τεράστια απορία, και ευτυχώς-τόσο πολύ ευτυχώς- είχα το διάβασμα και ξέφευγα-διάβαζα παράλογα πολύ-και όχι σχολικά πράγματα- έκαψα τα μάτια μου ανέπτυξα μυωπία γρήγορα είχα την φήμη του σπασίκλα, με τα γυαλιά του Γούντι Άλεν και τα μαλλιά αφάνα-φυσικά και δεν με πρόσεχε το αγοράκι που ήθελα όπως και κανένα άλλο- και κείνο το τραγικά κακόγουστο ντύσιμο της δεκαετίας του 80’ – ήμουν τελείως άκυρη παρουσία, σαν χαμένη, αργότερα κάποιες συμμαθήτριές μου ομολόγησαν ότι με αντιμετώπιζαν σαν τρελή καλλιτέχνη-δεν θέλω να τα θυμάμαι, να σου πω την αλήθεια. Δεν είμαι καν καλλιτέχνης. Ήταν σαν η αληθινή ζωή μου να άρχισε μετά. Όταν ανακάλυψα ότι δεν είμαι τόσο περίεργη πια. Τα μακρά φοιτητικά και μεταφοιτητικά χρόνια ήταν πολύ πιο χαρωπά για μένα γνώριζα διαρκώς καταπληκτικό κόσμο μέσα από αλλεπάλληλες δραστηριότητες κάθε μορφής μετά άρχισα να βάζω μουσικές σε μαγαζιά γνώρισα τη νύχτα αλλιώς ωρίμασα -κάπως-χωρίς να το περιμένω-πίστευα ότι δεν θα ωρίμαζα ποτέ μερικώς ακόμα το περιμένω σε κάποια πράγματα- η μουσική ξετυλιγόταν μπροστά μου ατελείωτη όλο εκπλήξεις ήθελα να ακούσω και άλλα άρχισα να ψάχνω πιο έθνικ ακούσματα, μετά το γύρισα στη γαλλική και την ιταλική, στο ταγκό, στα βαλκανικά στο swing και στη ragtime κάπου υπήρχε και η jazz αυτή κι αν ήθελε ακουστική ωριμότητα θα ερχόταν κι αυτό -είχα πολύ καλούς συμμάχους σε όλη αυτή την πορεία, η Eυδοκία, ο Γιάννης, η Εύη υπήρξα πολύ τυχερή με τους -παρεμπιπτόντως και μουσικόφιλους -φίλους μου- φυσικά δεν σταμάτησα ποτέ να ασχολούμαι με την κινηματογραφική μουσική – ο Morricone και ο Rota κατείχαν πάντα εξέχουσα θέση στο σπίτι ή στα μαγαζιά που έπαιζα- και βεβαίως ευελπιστώ ότι κάποια στιγμή θα αρχίσω να εντρυφώ και στην κλασσική μουσική -που την άφησα κάποτε παρέα με το πιάνο κι έχω κρατήσει λίγες αγάπες Σοστακόβιτς και Σατί και κάποιες άριες από το Madame Butterfly και από την Traviata...