30.9.08

Κάποτε στο Ηρώδειο


Ηρώδειο, φθινοπωρινό βραδάκι, Μορικόνε λέει…Πολύ καλό για να συμβεί, σαν όνειρο ρε παιδί μου σαν πρωτοχρονιάτικη ευχή για το νέο έτος, έλεγα δεν μπορεί, θα βρέξει, θα αργήσω και δεν θα με αφήσουν να μπω, κάτι θα συμβεί τελευταία στιγμή και θα ακυρωθεί και δεν θα τα καταφέρω να το ζήσω και θα μείνω για μια ακόμη φορά με το απωθημένο (κάπως έτσι δεν τον είχα χάσει και πριν δυο χρόνια;). Κι όμως να, δε συνέβη τίποτα αναπάντεχο, η βραδιά ήταν όμορφη και ξάστερη αν και λίγο νοτισμένη από τις βροχές και τις ελαφρότητες του Σαββατοκύριακου και έτσι λοιπόν μπορώ να πω σήμερα ότι ναι το έζησα, παραβρέθηκα περήφανη σε συναυλία του μακράν αγαπημένου μου ever συνθέτη-ως δηλωμένη πιστή λάτρης της κινηματογραφικής μουσικής εξάλλου- στο Ηρώδειο, και το βίωμα ήταν απολύτως αντάξιο αυτού που φαντασιωνόμουν. Ο θρυλικός και σεβάσμιος κύριος Ένιο Μορικόνε ξεκίνησε το μαγικό του κονσέρτο με την καινούρια του ατμοσφαιρική δουλειά, την εμπνευσμένη από αρχαιοελληνικές μουσικές κλίμακες –αιθέριο και υποβλητικό έργο πόσο μάλλον και στο συγκεκριμένο χώρο-και συνέχισε με μια επιλογή από τις αγαπημένες κινηματογραφικές του μουσικές-τις χιλιοπαινεμένες και πάμπολλες, τόσο πολλές που όλοι με κάποιο απωθημένο φύγαμε...(προσωπικά περίμενα διακαώς να ακούσω το Chi Mei, το el mercenario και το Here’s to you, για το οποίο τελευταίο εισακούστηκα και το απόλαυσα περιχαρής και κατασυγκινημένη στο τελευταίο encore…)- σε εξαιρετικές εκτελέσεις. Το κοινό ακροαζόταν εκστασιασμένο- στην εισαγωγή του «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» δε, ήταν σαν να μας διαπέρασε μια κοινή ανατριχίλα, λες και όλο το θέατρο έξαφνα να ανακινήθηκε σ' ένα υπομειδίαμα, ενώ στο Here’s to you σχεδόν ξέφυγε ένα αυθόρμητο και ενθουσιώδες χειροκρότημα στην πρώτη μόλις συνειδητοποίηση της μελωδίας. Μετά το τέλος του προγραμματισμένου υλικού μας ευχαρίστησε για το επίμονο χειροκρότημα-ο κόσμος παρέμενε πεισματικά παρά την ψύχρα και την υγρασία- με τρία χαμογελαστά και χορταστικά encore τα οποία ο κόσμος χειροκρότησε όρθιος και φωνάζοντας "μπράβο μαέστρο" και "άξιος".
Μαγεία.
Κατηφορίζαμε τον πεζόδρομο παρέα με τους μουσικούς. Χαμογελώντας.
Είναι απίστευτη η ικανοποίηση που μπορεί να σου δώσει η καλή τέχνη-κάθε φορά πρωτόγνωρη.
Τώρα ακόμα που το σκέφτομαι μου φαίνεται σαν να το ονειρεύτηκα

28.9.08

Οι αμαρτωλές δεσποινίδες



Εκεί στις αρχές του 20ου λέει, νεαρός επιδέξιος απατεωνίσκος εν ονόματι Τζερί Πιερέ γυροφέρνει στο Παρίσι κάνοντας εκλεκτές παρέες από τον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής. Σχετιζόμενος φιλικά και με τον Πικάσο του προσφέρει γενναιόδωρα δυο πέτρινες Ιβηρικές κεφαλές άρτι «δανεισμένες» από το Λούβρο το ίδιο… Ο φοβερός Ισπανός που διανύει την πριμιτιβιστική του περίοδο και ήδη έχει εκφράσει το θαυμασμό του για τέτοιου είδους τάσεις μέσω του περίφημου πορτραίτου της Γερτρούδης Στάιν που μόνο την Γερτρούδη δεν θύμιζε, ενθουσιάζεται με τα δώρα του, κάνει τα στραβά μάτια, και τα χρησιμοποιεί ιδιαιτέρως δημιουργικά για όλη την μετέπειτα ιστορία τέχνης καθώς σε αυτά βασίζεται μερικώς για την πραγματοποίηση των «Δεσποινίδων της Αβινιόν»… Έλα όμως που μερικά χρόνια αργότερα ο δαιμόνιος Πιερέ αποφασίζει να χλευάσει το σύστημα ασφαλείας του Λούβρου, παραδίδοντας σε γνωστή Παριζιάνικη εφημερίδα της εποχής τον τελευταίο θησαυρό που κατάφερε και απέσπασε από το θρυλικό μουσείο, μαζί με άρθρο σχετικά με την ευκολία της δραστηριότητάς του αυτής ( αν σας θυμίζει κάτι, πριν μερικά χρόνια αναλόγως έπραξε και ο Γίγας με αγαλματάκι του Μαξ Έρνστ από την έκθεσή του στη Δημοτική Πινακοθήκη της Θεσσαλονίκης…)! Το θέμα παίρνει ακόμα μεγαλύτερη έκταση λόγω της πολύ πρόσφατης κλοπής της Μόνα Λίζα και έντρομος ο Πικάσο σπεύδει να παραδώσει τις δικές του αρχαιότητες στην εφημερίδα η οποία με τη σειρά της τον παραδίδει στη Γαλλική αστυνομία ως κλεπταποδόχο.
Τώρα βεβαίως δεν γνωρίζω κατά πόσο ο Πικάσο αν δεν ήταν αυτός που ήταν θα την είχε γλιτώσει ατσαλάκωτος χωρίς καθόλου κυρώσεις όπερ και εγένετο, καθώς επίσης αν, στην περίπτωση που σεμνά αρνιόταν τα κλεψιμαίικα του Πιερέ, θα είχε ποτέ φτιάξει κάτι τόσο επιδραστικό και καίριο για τη σύγχρονη τέχνη όσο οι εν λόγω Δεσποινίδες…

Πηγή: Η τέχνη από το 1900, εκδ. Επίκεντρο

25.9.08

Η επαναμάγευση του τοπίου








Είναι αυτός ο θλιμμένος λυρισμός που κάνει τη ζωγραφική του Γκόκα παρά τη φρεσκάδα της τεχνικής της να μοιάζει βγαλμένη από τα χέρια κάποιου μοναχικού ρομαντικού ζωγράφου του 17ου.
Ματιά κάπως απαισιόδοξη και νοσταλγική, ικανή να ειδυλλιοποιεί ιδιοτρόπως ακόμα και τα πιο άχαρα και ορφανά τοπία. Όπως σε κάτι παλιές κιτρινισμένες οικογενειακές φωτογραφίες όλα μοιάζουν να αποκτούν μυθιστορηματική χροιά και, πέραν του πραγματικού, ενδιαφέρον, έτσι και εδώ τα πειραγμένα τοπία λειτουργούν σχεδόν σαν σκηνικά ανείπωτων ιστοριών επικής ή επιστημονικής φαντασίας, ή ακόμα και παραμυθένιου τρόμου. Μέσα από τα νερά περιμένεις να ξεπεταχτούν νεραϊδένιες γυναικείες μορφές ή μεταλλικά φολιδωτά τέρατα-ενίοτε καλοκάγαθα αλλά ποτέ δεν ξέρεις...-, πίσω από τους θάμνους να κρύβονται ύπουλα μασκοφόροι κακοί ή τεράστιοι λούτρινοι κούνελοι, ενώ στο τέλος του ορίζοντα μόλις χάθηκαν καλπάζοντας μυστηριώδεις καβαλάρηδες πάνω σε υπερφυσικά άλογα ή διαστημικές μοτοσικλέτες.
Είναι σαν να υπάρχει πάντα μια λύπη κάτι που τελειώνει και κάτι που παραμονεύει.
Γι΄ αυτό μ’ αρέσει τόσο η ζωγραφική του Βαγγέλη. Γιατί με κάνει να φτιάχνω μαγικές ιστορίες χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξω σε παρελθοντικές κλισέ εικόνες. Γιατί φέρνει αβίαστα το μεταφυσικό στο πεζό τώρα και τελικά μέσα από την επιδέξια παρέμβασή του στο τοπίο επιχειρεί, και καταφέρνει σε ένα βαθμό, να επαναμαγεύσει το απομαγεμένο...


Βαγγέλης Γκόκας
Sense and Sensibility
Γκαλερί TinT
Χρυσ. Σμύρνης 13,
546 22
Θεσσαλονίκη
25 Σεπτεμβρίου ως τις 25 Οκτωβρίου 2008

2.9.08

Το κοινό καλό και το κακό κοινό

Η Επίδαυρος φέτος δεν μου έκατσε καλά. Δύο παραστάσεις πήγα να δω και οι δυο απογοητευτικότατες. Από τη μία οι τρανοί Αριστοφανικοί Βάτραχοι στην έκδοση λαϊκής τηλεοπτικής σαπουνόπερας του Δημήτρη Λιγνάδη και από την άλλη ο άνισος και ασυνάρτητος Ορέστης του Ευριπίδη από τον Slobodan Unkovski. Ο Ορέστης με κούρασε, οι Βάραχοι με θύμωσαν. Και στις δύο έφυγε πολύς κόσμος –στον Ορέστη κολάστηκα ομολογώ να φύγω κι εγώ, στους Βατράχους δεν είχα εναλλακτική, έπρεπε να μείνω για άλλους λόγους. Και στις δυο επίσης ο κόσμος –γύρω μου τουλάχιστον-εκδήλωνε μια εξαιρετικά εκνευριστική συμπεριφορά. Κατά πρώτον όχι μόνο δεν έκλεινε τα κινητά του τηλέφωνα, τα οποία χτυπούσαν κάθε τόσο, αλλά μιλούσε ανετότατα κατά τη διάρκεια της παράστασης –συγκεκριμένα στη δεύτερη παράσταση μια κυρία από πίσω μου μετά από πεντάλεπτη τηλεφωνική συνδιαλλαγή και πολλές άγριες ματιές από εμένα και άλλους εκνευρισμένους θεατές γύρω της, ζήτησε από τον τηλεφωνικό συνομιλητή της να μιλάει σιγανότερα για να μην ενοχλεί (!!??), κυριολεκτώ το ορκίζομαι- κατά δεύτερον άλλαζε θέσεις χωρίς να σκέφτεται ότι ενοχλεί τους από πίσω, μιλούσε δυνατά με τους διπλανούς του και εν ολίγοις, μόνο πατατάκια δεν μασουλούσε-κάποια στιγμή το φοβήθηκα και αυτό.
Δεν γιουχάισε πάραυτα. Ούτε στη μία ούτε στην άλλη.
Στη Μήδεια δεν πήγα. Έλλειπα πλέον για διακοπές, αλλιώς θα πήγαινα. Και μετά από όσα άκουσα και διάβασα πάλι θα πήγαινα. Το χειρότερο εξάλλου για μια παράσταση είναι να περάσει απαρατήρητη. Η αλήθεια είναι ότι το γεγονός του γιουχαΐσματος στην Επίδαυρο αρχικά με σόκαρε. Σε συνδυασμό όμως με το κοινό που συνάντησα φέτος εγώ, τελικά με προβλημάτισε. Γιατί το κοινό φέτος επέλεξε να γιουχαΐσει τον Βασίλιεφ έναν τόσο καλλιεργημένο και ανήσυχο δημιουργό που πειραματιζόταν– προφανώς και δυστυχώς όχι με επιτυχία- για να δώσει μια νέα ανάγνωση στη Μήδεια, και όχι τον υπερφίαλο Λιγνάδη που προκειμένου να γίνει super star ισοπέδωσε ανένδοτα υπό το πρόσχημα της εκλαΐκευσης ένα τόσο αιχμηρό κείμενο όσο οι Βάτραχοι? Γιατί το κοινό αυτό «έκραξε» ζωντανά την πάντα αξιοπρεπή και αξιόλογη Κονιόρδου για τη συμμετοχή της στην παράσταση και γέλαγε όταν ο σκηνοθέτης των Βατράχων εξευτέλιζε τη Γουλιώτη και τον περσινό της ρόλο-την Ηλέκτρα του Stein…- επί σκηνής? Θα μου πείτε, ενδεχομένως το κοινό που πήγε μέσα στο κατακαλόκαιρο να δει Βασίλιεφ δεν θα ήταν το ίδιο με αυτό που πήγε στον εύκολο και πολυδιαφημισμένο Λιγνάδη-αλλά πάλι ένα τόσο απαιτητικό κατά συνέπεια κοινό, άρα και πληροφορημένο περί του σκηνοθέτη και φαντάζομαι και περί της διάρκειας της παράστασης γιατί να φτάσει σε σημείο συμπεριφοράς γηπέδου και να μην αρκεστεί στο κάτω κάτω σε μια αναχώρηση-αφού δυσανασχέτησε με την διάρκεια-ή σε ένα χλιαρό χειροκρότημα ή έστω στην άρνηση χειροκροτήματος? Τελικά πόσο ανεχτικός είναι ο «πολιτισμένος» Έλληνας στο εντελώς καινούριο και στον πειραματισμό? Και πόσο «πολιτισμένος» είναι ο Έλληνας που πάει στην Επίδαυρο? Και τελικά τι σημαίνει πολιτισμένος…
Συμπαθώ τους ηθοποιούς όπως και όλους όσους έχουν τα κότσια και το στομάχι να εκθέτονται άμαχοι στο αδηφάγο κοινό, τους καλλιτέχνες δηλαδή εν γένη. Δεν έχω φύγει ποτέ από παράσταση αν και πολλές φορές το έχω σκεφτεί, διότι το θεωρώ πολύ σκληρό για τους συντελεστές. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι δεν το αναγνωρίζω ως αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του κάθε θεατή να αρνηθεί κάτι που τον κουράζει. Είναι μια δική μου ευαισθησία που έχει να κάνει και με μια θολή και αόριστη προσωπική ενασχόληση με τα καλλιτεχνικά πράγματα. Δεν πιστεύω όμως στο παντοδύναμο κοινό, στο απαίδευτο και υπεροπτικό κοινό, το μαθημένο στην τηλεοπτική ευκολία που απορρίπτει ό,τι δεν καταλαβαίνει γιατί αν αυτό όριζε τα πράγματα τότε θα έπρεπε να έχουν απορριφθεί μεγάλα έργα της εικαστικής λογοτεχνικής και παραστατικής δημιουργίας. Καλλιτέχνες όπως ο Ντυσάμπ, λογοτέχνες όπως ο Τζόις, χορογράφοι όπως η Πίνα Μπάους, μουσουργοί όπως ο Σατί, καλλιτέχνες που έδωσαν ώθηση στην δημιουργία και την πήγαν κάμποσα βήματα παραπέρα, δεν προσεγγίζονται εύκολα από το μέσο θεατή, θέλουν παιδεία και ενασχόληση με το είδος και προσπάθεια, κάτι που ο έλληνας θεατής, αναγνώστης ή ακροατής αρνείται να κάνει, καλομαθημένος όπως είναι από την καθημερινή καραμέλα της τηλεόρασης και της ρηχής λογοτεχνίας.
Δεν επιχειρώ συγκρίσεις. Δεν είδα την παράσταση και δεν μπορώ επομένως να εκφέρω γνώμη γι’ αυτή, ούτε καν δύναμαι να εικάσω αν ήταν καλή ή κακή. Και επειδή εδώ μέσα είναι τόπος όπου καταθέτω την προσωπική μου άποψη, δεν πιστεύω ότι αυτή η παράσταση ήταν χειρότερη από τους Βατράχους που ναι μεν δεν έλαβαν διθυραμβικές κριτικές αλλά ούτε γιουχαΐστηκαν. Και για να μη παρεξηγούμαι καλώς έγινε και δεν γιουχαΐστηκαν γιατί αυτό ακριβώς είναι που καταδικάζω.