11.10.10

Μετακόμιση!

Επιθυμώντας ανανέωση ενόψει της νέας σεζόν μετακομίζουμε!
Το νέο μας site είναι:
http://art-cat.gr/

17.9.10

κι ένα ποίημα

The Pleiades

By day you cannot see the sky
For it is up so very high.
You look and look, but it's so blue
That you can never see right through.

But when night comes it is quite plain,
And all the stars are there again.
They seem just like old friends to me,
I've known them all my life you see.

There is the dipper first, and there
Is Cassiopeia in her chair,
Orion's belt, the Milky Way,
And lots I know but cannot say.

One group looks like a swarm of bees,
Papa says they're the Pleiades;
But I think they must be the toy
Of some nice little angel boy.

Perhaps his jackstones which to-day
He has forgot to put away,
And left them lying on the sky
Where he will find them bye and bye.

I wish he'd come and play with me.
We'd have such fun, for it would be
A most unusual thing for boys
To feel that they had stars for toys!


Amy Lowell

4.9.10

Συλλογισμοί (γύρω από μια συλλογή)





Πάρε όμως δυο καλούς ζουγράφους· φαντάσου πως δε διάβασαν ποτές τους μήτ’ Όμηρο μήτε Ντάντε. Βάλ’ τους να διαβάσουν. Κλείσ’ τους έπειτα μέσα σε ξέχωρες κάμαρες, και πες τους να ζουγραφίσουν, ας πούμε το νησί της Καλυψώς κι έναν κύκλο της Κόλασης, καταπώς τα παράλαβαν από τον Όμηρο κι από τον Ντάντε. Πάρ’ τις εικόνες τους ύστερα και κάμε σύγκριση —

Αργύρης Εφταλιώτης,
Η Μαζώχτρα


Επιδίωξη και γοητεία μιας ομαδικής έκθεσης πέραν της πολύπλευρης εικαστικής ανίχνευσης του ζητήματος το οποίο θέτει, είναι η ίδια η πράξη της καλλιτεχνικής συνομιλίας των δημιουργών και η επακόλουθη επισήμανση της διαφορετικότητας της ατομικής καλλιτεχνικής ματιάς .
Το ενδιαφέρον είναι σαφώς μεγαλύτερο όταν αυτή ξεπερνά το ατομικό πλαίσιο και γίνεται πλέον συνομιλία γενεών. Τότε εξάλλου είναι που εισβάλει και ο μέγας παράγοντας Ιστορία.
Ο μυτιληνιός δημοτικιστής συγγραφέας Αργύρης Εφταλιώτης κάπου στις αρχές του 20ου αιώνα μιλάει για τη μοναδικότητα της ματιάς του κάθε καλλιτέχνη στον μικρό πρόλογο μιας εξαιρετικής αλλά πικρής του ιστορίας.
Η δική μας πάλι ιστορία - εξαιρετική και πικρή επίσης - εκτυλίσσεται στις παρυφές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα ξεκινά όμως περίπου τριάντα χρόνια πριν. Εκεί στις θρυλικές αρχές του 80', μια Αυγουστιάτικη Κυριακή όταν ο μικρός Μόλυβος, με το μεγάλο πολιτιστικό βάρος, αποκτά επιτέλους πανηγυρικά τη δημοτική του πινακοθήκη. Η γόνιμη μαγιά 77 έργων, δωρεών από καλλιτέχνες και φιλότεχνους σηματοδοτεί ευοίωνα την έναρξη μιας σημαντικής συλλογής ελληνικής τέχνης που διατρέχει τον εγχώριο μοντερνισμό μέχρι τη γενιά του 70'. Πέραν όμως μιας πρώτης ενθουσιώδους και καρπερής δεκαετίας – μέσα στην οποία η συλλογή διπλασιάζεται- η μετέπειτα πορεία της φθίνει σταδιακά περνώντας εντέλει στην πλήρη αφάνεια, θύμα της αξιοσημείωτης αδιαφορίας της χώρας μας για το σύγχρονο πολιτισμό της.
Τριάντα χρόνια μετά τα εγκαίνια -μια ακόμη Αυγουστιάτικη βραδιά του 2010 πλέον- η άνιση ιστορία της δημοτικής πινακοθήκης Μήθυμνας επαναπροσεγγίζεται με ένα εγχείρημα που φιλοδοξεί να σχολιάσει την παραμελημένη τοπική εικαστική πραγματικότητα αναδεικνύοντας ένα μέρος της πλούσιας μεν “ξεχασμένης” δε συλλογής και να διαβάσει τη σύγχρονη πολιτιστική μας ιστορία μέσα από την αντιπαραβολή αυτού με έργα νέων καλλιτεχνών. Όλα αυτά με άξονα την αναβίωση ενός ιστορικού πεπραγμένου, των πρώτων εκείνων εγκαινίων της δημοτικής πινακοθήκης.
Η προκείμενη έκθεση γίνεται έτσι αυτή καθαυτή ένα είδος ζωντανού αρχείου και στα εγκαίνιά της θα μπορούσε να αποδοθεί ακόμα και ένας χαρακτήρας performance, ιδιαζόντως διαδραστικής καθώς γινόμαστε όλοι -κοινό, συμμετέχοντες και οργανωτές- μέτοχοι τόσο της ανασύστασης της ιστορικής στιγμής όσο και του κριτικού σχολιασμού αυτής -ως σημείο καιρών φορτισμένων με ελπίδα – και της εξέλιξής της, απέναντι στο νεφελώδες σημερινό τοπίο.
Στο εύρος λοιπόν που η εικαστική αναβίωση λειτουργεί πρωτίστως ως παραστατικό ντοκουμέντο, με τη χειρονομία αφ΄ ενός της επαν-έκθεσης ενός μέρους του υλικού της συλλογής επιχειρείται τελικώς μια υπενθύμιση/ σκιαγράφηση– ένα υπόμνημα εξάλλου γνωστοποιεί, τιμά μια μνήμη αλλά και ερμηνεύει - του ενθουσιώδους πολιτισμικού ορμέμφυτου μιας άλλης εποχής, όχι και τόσο μακρινής για να θεωρηθεί «νοσταλγικά» ανεπίστρεπτο, αλλά και της εντόπιας μοντερνιστικής και μετέπειτα παράδοσης που κυοφόρησε τη σύγχρονη εικαστική δημιουργία. Αφ’ εταίρου δίνει πρόσβαση σε νέους δημιουργούς να εκφραστούν καλλιτεχνικά με εφαλτήριο τη συλλογή, την ιστορία της και το πολιτικό-πολιτιστικό κατεστημένο που η τελευταία προϋποθέτει και συνεπάγεται.

Στην επικείμενη συμβίωση εποχών και τεχνοτροπιών λοιπόν η βαριά ακινησία των ανδροπρεπών ανθρωποειδών του Γαϊτη στη διαρκή και διακαή αναζήτηση της ελληνικότητας διαλέγεται με την ξέγνοιαστη κινητικότητα των ά-τοπων και ά-χρονων ανάλαφρων μαθητριών της Σγουρομύτη . Η ποιητική της απόγνωσης και του αποκλεισμού του Ακριθάκη συμβαδίζει με μια μάταιη απώλεια της αίσθησης του οικείου στο έργο του Νούλα αλλά και με την αναγύρεψη και επαναδιαπραγμάτευση των συνόρων που υπεισέρχεται στη ματιά της Σαρρή. Το ιερό και το ανίερο αποδομούνται τόσο στην διαζευκτική εγκατάσταση του Λαγουδιανάκη όσο και στον άμεσο διάλογο της σκωπτικής κριτικής του καταναλωτισμού του Μπιτσάκη με τον κατανυκτικό αλλά και εφιαλτικό Χαλεπά. Ο αιχμηρά πολιτικός νέος ρεαλισμός του Ψυχοπαίδη επικαλούμενος ανοιχτά την ελληνική πνευματικότητα σε μια ιδιαίτερη αντίστιξη εντέλει μοιράζεται τις ίδιες ανησυχίες με την τραχιά σαρκαστική οπτική του Καραμανώλη απέναντι στη σύγχρονη θεώρηση της παράδοσης αλλά και με την πολιτιστική και γνωστική αδηφαγία που υπογραμμίζει γλαφυρά ο Χαλάτσης. Το ζοφερό φορμαλιστικό τοπίο της Πανουκλιά από τη μία απαντά αναπάντεχα στο φυσιολατρικό ρεαλισμό του Βαλαβανίδη από την άλλη αποπνέει την αύρα της αστικής αποξένωσης και της υπαρξιακής θλίψης του Μπότσογλου. Οι γοτθικές γεωμετρικές προοπτικές της Μαραθάκη συναντιούνται με τις γραμμές της Μαρκάκη και συμπορεύονται με το νοσταλγικό λυρισμό του Σολούνια. Ταυτόχρονα ο υπόκωφος πεσιμισμός της παραπέμπει στη στοιχειωμένη ησυχία του Βαρλάμου. Ο Μπαχαριάν και ο Κατσούδας παραθέτουν δύο διαφορετικές κατευθύνσεις της αυτοαναφορικότητας και της βιωματικής δημιουργίας.
Και αν η νέα «ανάγνωση» του επιλεγμένου μέρους της συλλογής που επιχειρεί ο Βολανάκης μέσα από το πρίσμα του σύγχρονου χρηματοοικονομικού κατεστημένου της τέχνης συνομιλεί με σύσσωμο το σημερινό κοινωνικό και πολιτιστικό μας τοπίο ο πηγαίος εξπρεσιονισμός του Τέτση συνομιλεί ανέμελα με τον ίδιο το Μόλυβο στο φως του αιώνιου κατακαλόκαιρου.

Υπάρχει στις φυσικές επιστήμες ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, η ενισχυτική συμβολή, όπου η «σωστή» συνάντηση δύο κυμάτων γίνεται πηγή νέων και ισχυρότερων. Ας αντιληφθούμε λοιπόν την προκείμενη περίσταση ως τη χωροχρονική συμβολή δύο ετερόχρονων πολιτιστικών κυμάτων με βαθύτερο σκοπό την παραγωγή των καινούριων και ικανών να καταφέρουν κάποτε να ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.

(κείμενο καταλόγου της έκθεσης *υπόμνημα που έλαβε χώρα στη Δημοτική Πινακοθήκη Μήθυμνας 11-19/8/2010)

(Η φωτογραφία είναι από το έργο του Βασίλη Νούλα "Salon de Vicky")




http://www.ipomnima.com/

23.7.10

* υπόμνημα



σύγχρονες προσεγγίσεις στο υλικό της Δημοτικής Πινακοθήκης Μήθυμνας


Η δημοτική πινακοθήκη της Μήθυμνας – όραμα μιας δυναμικής τοπικής κοινότητας του 60’με εικαστικές και γενικότερες πολιτιστικές ευαισθησίες- εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1981 με διάστημα δραστηριοποίησης μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 90’. Εβδομήντα επτά έργα σημαντικών ελλήνων καλλιτεχνών που συγκεντρώθηκαν με κόπο μεταξύ του 1965 και του 1980 – συστήνοντας έτσι ένα χαρακτηριστικό δείγμα μιας σημαντικής περιόδου της ελληνικής τέχνης αφού οριοθετεί τη μετάβαση από τον ελληνικό μοντερνισμό στο μετέπειτα στάδιο– παρέμειναν, για το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας εικοσιπενταετίας, παντελώς απρόσιτα.

Η πρωτοβουλία του να ξανανοιχθεί η Δημοτική Πινακοθήκη της Μήθυμνας τον Αύγουστο του 2010 αποσκοπεί σε έναν αναστοχασμό πάνω στη σύγχρονη πορεία του πολιτισμού στη χώρα μας μέσα από τη σύγκριση/αντιπαράθεση της ευρύτερης εποχής των πρώτων εγκαινίων του ιδρύματος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μιας από τις μάλλον πιο ελπιδοφόρες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που στοιχειώθηκε από τα οράματα του «εκσυγχρονισμού», με ένα παρόν που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από μια δυσκολία «επανεκκίνησης» και πνευματικές εκπτώσεις αλλά κυρίως από την πλήρη απουσία ελπίδος. Η ίδια η πράξη του ανοίγματος λοιπόν, υπό τις τρέχουσες δυσοίωνες συνθήκες - έστω και για εννιά μέρες- ενός μουσείου που ιδρύθηκε μεν, αλλά η φθίνουσα πορεία του είναι ενδεικτική του τέλος μιας εποχής, αποκτά καταρχάς τη δυναμική μιας διακήρυξης της αδιαμφισβήτητης σημαντικότητας της τέχνης σε περιόδους κρίσης. Αφ’ ετέρου, μια τέτοια κίνηση αποβλέπει στην ανασύσταση μιας ιστορικής στιγμής, αυτής των εν λόγω εγκαινίων του 1981, ερευνώντας με αυτό τον τρόπο τους μηχανισμούς αναβίωσης στην τέχνη, καθώς και την ουσιαστική λειτουργία της διαδικασίας αυτής ως ερέθισμα, τόσο ενεργοποίησης της ιστορικής μνήμης, όσο και ανασκόπησης του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι. Στην προκειμένη περίπτωση η λειτουργία αυτή ενισχύεται σημαντικά με το κάλεσμα νέων δημιουργών προς καλλιτεχνική συνδιαλλαγή με μέρος από τα υπάρχοντα έργα της συλλογής της πινακοθήκης.


Η έκθεση Υπόμνημα θα λάβει χώρα στη Δημοτική Πινακοθήκη Μήθυμνας
11- 19 Αυγούστου 2010 υπό την αιγίδα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και του Δήμου Μήθυμνας.
Από τη συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης έχουν επιλεχθεί έργα των

Αλέξη Ακριθάκη, Γιάννη Γαϊτη, Γιάννη Βαλαβανίδη, Γιώργη Βαρλάμο, Τζένη Μαρκάκη, Ασαντούρ Μπαχαριάν, Χρόνη Μπότσογλου, Αριστοτέλη Σολούνια, Παναγιώτη Τέτση, Γιάννη Χαλεπά, Γιάννη Ψυχοπαίδη.

Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Αντώνης Βολανάκης, Άγγελος Ζάβαλης, Στέλιος Καραμανώλης, Δημήτρης Κατσούδας, Γιώργος Λαγουδιανάκης, Εύα Μαραθάκη, Μανώλης Μπιτσάκης, Βασίλης Νούλας, Ελένη Πανουκλιά , Χριστίνα Σγουρομύτη, Μαρία Σαρρή, Δημήτρης Χαλάτσης.



Την έκθεση επιμελούνται οι Γκέλυ Γρυντάκη και Χριστίνα Σγουρομύτη.

http://www.ipomnima.com/


.

28.6.10

Η κρίση στη σκηνή




Ένας από τους λόγους που θέλησα να δω τον Τζον Γαβριήλ Μπόργκμαν, στην παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών, ήταν η γνωριμία μου με το συγκεκριμένο κείμενο του Ίψεν που δεν είχε τύχει να ξαναδώ ανεβασμένο. Ομολογώ ότι ήταν και το μοναδικό που αποκόμισα από την χθεσινή παράσταση. Μετά από έναν αγώνα δρόμου στην πηγμένη Πειραιώς, και με το άγχος ότι δεν θα προλαβαίναμε την παράσταση, φτάσαμε στην κατάμεστη αίθουσα – από καιρό εξαντλημένα τα εισιτήρια – με μάλλον υπέρογκες προσδοκίες για την «ανατρεπτική» παράσταση του Thomas Ostermeier, που δεν ευοδώθηκαν στο ελάχιστο. Σαφέστατα είναι αξιομνημόνευτο πόσο σύγχρονο δείχνει ένα κείμενο 100 χρονών και δεν αμφισβητώ ότι, για τις μέρες που διανύουμε, ήταν μια πολύ εύστοχη επιλογή θεματικά εφ’ όσον διαπραγματεύεται, μεταξύ άλλων, το πώς επηρεάζονται οι ανθρώπινες σχέσεις από τις οικονομικές κρίσεις και το πώς η απόκτηση του πλούτου διαμορφώνει ηθική. Από κει και πέρα όμως η παράσταση μου φάνηκε ατελείωτη, η σκηνοθετική ματιά –που θα περίμενε κανείς να είναι τουλάχιστον καινοφανής αν όχι η πλέον ρηξικέλευθη σε ένα τόσο ρεαλιστικό και ηθογραφικό κείμενο, ώστε να δικαιολογεί το ανέβασμά του- παραμένει για μένα ένα μυστήριο- εκτός βεβαίως εάν εξαντλούταν στις μεγάλες αμήχανες σιωπές, στο μονότονο τέμπο που έσπασε δύο ή τρεις φορές από αδιάφορες και άτσαλες εντάσεις και στα ακατανόητα στριφογυρίσματα των ερμηνευτών στη σκηνή - και οι ερμηνείες- ίσως μόνο αν εξαιρέσουμε την Γκούνχιλ – μέτριες έως κακές (όπως αυτή του Έρχαρτ). Η «αιχμηρή» χρονική μετατόπιση της δράσης στο σήμερα έγινε μέσα από ένα συμβατικό και υπέρ το δέον εύκολο σκηνικό -η αποπνιχτική ατμόσφαιρα της έπαυλης και της μοναξιάς των δύο γυναικών υπαινισσόταν από καπνούς!- και άχρωμα κουστούμια. Πέραν όλων τούτων ακόμα και η παρακολούθηση του κειμένου γινόταν μετ' εμποδίων με τους υπέρτιτλους να αναβοσβήνουν και να αφήνουν διάφορα κομμάτια αμετάφραστα. Για κάποιον μυστήριο λόγο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης ο κόσμος βρισκόταν σε μια ανησυχία, έπεφταν πράγματα, καρέκλες μετακινούνταν-καθώς οι θέσεις στη συγκεκριμένη αίθουσα (Η) είναι εξαιρετικά άβολες και η ορατότητα όχι η καλύτερη – γεγονός που την έκανε πραγματικό μαραθώνιο. Παρόλα αυτά πρέπει να αναγνωρίσω ότι για πρώτη φορά σε παραστάσεις που παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια, δεν χτύπησε ούτε ένα κινητό (μόνο ένα μήνυμα κοντά στο τέλος, αλλά αυτό είναι ασήμαντο σε σχέση του τι έχω κατά καιρούς ζήσει σε ανάλογες περιστάσεις). Τα τόσο θερμά χειροκροτήματα στη λήξη βεβαίως με έβαλαν σε κάποιες σκέψεις για την θεατρική παιδεία τόσο τη δική μου όσο και των υπολοίπων παρ’ όλα αυτά η κούραση -και η απογοήτευσή μου -, από μια παράσταση που πραγματικά αδημονούσα να δω, ήταν τόση που ο μόνος προβληματισμός που επικράτησε εντέλει ήταν σχετικά με το λόγο ύπαρξης αυτής…

22.4.10

Ημερολόγιο (μια τυχαία κρίση αυτογνωσίας)




Δεν ξέρω από πού κληρονόμησα αυτή την εξάρτηση από την μουσική. Οι γονείς μου ήταν τελείως απαθείς στο θέμα. Η μουσική ήταν μόνο μια ευχάριστη υπόκρουση για κάποιες στιγμές, δεν υπήρχε κριτήριο, καμιά ανάγκη-τα ακούσματα αναμενόμενα, Θεοδωράκης και Ξυλούρης επίφαση κουλτούρας του κρητικού σωβινισμού του πατέρα μου, ένας Λοϊζος, καμιά Φαραντούρη λόγω των ανάλογων κομμουνιστικών καταλοίπων κάπου βρέθηκε μια Μούσχουρη-εύκολες μελωδίες ήταν και το international του θέματος-, κάτι ελαφρά ανώδυνα έντεχνα του 70’ κασέτες με ποτ πουρί συλλογές που επαναλαμβάνονταν αενάως στα μακρά αυτοκινητιστικά ταξίδια, δίσκοι δώρα –Joan Baez, Ιταλικές συλλογές, Vicky Leandros, Joe Dassen που έφερνε ένα ξενιτεμένος θείος που ταξίδευε παντού, μια μεγάλη κασετίνα Edith Piaf -που ποτέ δεν ακούγαμε καθώς το πικάπ ήταν σε άβολη θέση για να λειτουργήσει, κάτι cd κλασσικής από εφημερίδες-αργότερα- γενικώς πολύ cd από εφημερίδες όταν ξεκίνησε η μόδα, στην κουζίνα πάντα το ραδιόφωνο κυρίως ειδησιογραφικές ή πρωινές εκπομπές- στο αυτοκίνητο ποδόσφαιρο και μετά οτιδήποτε, καμιά συνειδητή επιλογή, καμιά αντίδραση είτε σκυλάδικα είτε "έντεχνα" όλα το ίδιο- μόνο αγγλόφωνα δεν βάζουμε- τους αραπάδες, όπως πολύ λόγια χαρακτήριζε ο πατέρας μου όλη την αγγλόφωνη μουσική, η άξεστη εφηβική μουσική μας - γενικώς μια απαξίωση για τη μουσική με έναν ψευτοσεβασμό στην κλασσική έτσι γενικά όμως, ό,τι να΄ναι με βιολιά και πιάνα. Και δεν χωνεύουμε τον Χατζιδάκη γιατί είναι αδερφή βεβαίως.
Το γιατί εγώ κάποια στιγμή στα 12 ξεκίνησα πιάνο εξακολουθεί να είναι μια απορία- από τη μια η άτοπη νοσταλγία της μαμάς για εποχές κορασίδων με μπαλέτο και πιάνο-είχα περάσει και τρία εφιαλτικά χρόνια σε σχολές μπαλέτου-, από την άλλη η παράλογη εμμονή μου με τις μελόντικες στο δημοτικό πίστεψαν οι δόλιοι ότι έχω ταλέντο έβλεπαν και κάτι Σγούρους κάτι Καβάκους έλεγαν λες να ναι αυτή η κλίση της, μου πήραν πιάνο- no problem έπαιζα, έψαχνα και γω να βρω το ταλέντο μου, βαριόμουνα με τις κλίμακες και με τον Χάιντν έπαιζα ό,τι ήθελα φώναζαν οι δασκάλες ότι χάλαγα τα χέρια μου, μετά έπεσα για χρόνια και σε μια άχρηστη γεροντοκόρη που μου έκανε από την μια ώρα που είχαμε το ένα τέταρτο και μετά τηλέφωνα και καλλωπισμοί, βαριόμουνα, δεν ήμουν και καλή, δεν διάβαζα, δεν χαλάρωνα, προτιμούσα να βγάζω ακουστικά κομμάτια των beatles και τρέχοντα χιτάκια, μέχρι να τελειώσω το σχολείο ήμουν τραγικά στάσιμη, μετά προχώρησα λίγο αλλά πάλι μια μετριότητα κάποια στιγμή τα παράτησα προς απόγνωση της μητέρας μου που ονειρευόταν να με βγάζει έκθεμα μπροστά στις φίλες της και να παίζω την Κομπαρσίτα, προς απόγνωση του πατέρα μου που διέβλεπε ένα πρόσθετο εισόδημα στην ευημερία μου μέσα από παράδοση μαθημάτων πιάνου στο μέλλον και παράλληλα βεβαίως με την εξέχουσα-και αδιαπραγμάτευτη- καριέρα μου στη NASA. Και που είσαι ακόμα…Αλλά αυτό είναι άλλο ανέκδοτο.
Εγώ πάλι άκουγα συνέχεια μουσική, συνέχεια, walkman, ραδιόφωνο κολλημένη, κασέτες και κασέτες εγγραφές, μια εγγενής απώθηση από ότι ελληνικό και ελαφρύ -όχι ότι δεν πέρασα μια περίοδο με Κατσιμιχαίους και Αλκίνοο στα πρώτα χρόνια στο Πανεπιστήμιο, το ξεπέρασα όμως πολύ γρήγορα αν και χωρίς να ανήκω και στους αμετανόητους ροκάδες που χαρακτήριζαν την εποχή, μετά γνώρισα το Γιάννη και με μύησε στις ομορφιές της άλλης όχθης, light ψυχεδέλειες, ιταλική lounge από soft porno του 60’, tropicalismo και bosses σε συνδυασμό με την τότε έκρηξη της Brit pop και του Indy-αχ τα παλιά καλά χρόνια-, εκεί λίγο πιο πριν είχα αρχίσει να μαζεύω και κινηματογραφικές μουσικές μανιωδώς-αφού πέρασα και εκείνη την περίοδο που παρακολουθούσα με προσήλωση ό,τι για το σινεμά, κινηματογραφικές ομάδες και λέσχες - έφευγα από το σπίτι το πρωί και γύρναγα ξημερώματα, με το ελαφρυντικό της φοιτήτριας- τα πρώτα 5-6 χρόνια δεν καταλάβαινα τίποτα οι γονείς περίμεναν το πτυχίο και γω γύρναγα από θεατρικές σε κινηματογραφικές αίθουσες, ρακές και κρασιά και μετά στο Decadance και το Mad και το Plan B. Ήταν μεγάλη ανακάλυψη για μένα το γεγονός ότι υπήρχαν άνθρωποι που γούσταραν ό,τι και εγώ στη μουσική και στο σινεμά και στη ζωή τους βρήκα μόνο αφού τέλειωσα το σχολείο-ήταν βάρβαρη εποχή για μένα το σχολείο, δεν περνούσα καλά, ένιωθα εκτός, δεν καταλάβαινα τους ανθρώπους γύρω μου, δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτα, τι έπρεπε να κάνω για να κάνω φίλους για να με προσέξει το αγοράκι που μου άρεσε, ζούσα σε μια τεράστια απορία, και ευτυχώς-τόσο πολύ ευτυχώς- είχα το διάβασμα και ξέφευγα-διάβαζα παράλογα πολύ-και όχι σχολικά πράγματα- έκαψα τα μάτια μου ανέπτυξα μυωπία γρήγορα είχα την φήμη του σπασίκλα, με τα γυαλιά του Γούντι Άλεν και τα μαλλιά αφάνα-φυσικά και δεν με πρόσεχε το αγοράκι που ήθελα όπως και κανένα άλλο- και κείνο το τραγικά κακόγουστο ντύσιμο της δεκαετίας του 80’ – ήμουν τελείως άκυρη παρουσία, σαν χαμένη, αργότερα κάποιες συμμαθήτριές μου ομολόγησαν ότι με αντιμετώπιζαν σαν τρελή καλλιτέχνη-δεν θέλω να τα θυμάμαι, να σου πω την αλήθεια. Δεν είμαι καν καλλιτέχνης. Ήταν σαν η αληθινή ζωή μου να άρχισε μετά. Όταν ανακάλυψα ότι δεν είμαι τόσο περίεργη πια. Τα μακρά φοιτητικά και μεταφοιτητικά χρόνια ήταν πολύ πιο χαρωπά για μένα γνώριζα διαρκώς καταπληκτικό κόσμο μέσα από αλλεπάλληλες δραστηριότητες κάθε μορφής μετά άρχισα να βάζω μουσικές σε μαγαζιά γνώρισα τη νύχτα αλλιώς ωρίμασα -κάπως-χωρίς να το περιμένω-πίστευα ότι δεν θα ωρίμαζα ποτέ μερικώς ακόμα το περιμένω σε κάποια πράγματα- η μουσική ξετυλιγόταν μπροστά μου ατελείωτη όλο εκπλήξεις ήθελα να ακούσω και άλλα άρχισα να ψάχνω πιο έθνικ ακούσματα, μετά το γύρισα στη γαλλική και την ιταλική, στο ταγκό, στα βαλκανικά στο swing και στη ragtime κάπου υπήρχε και η jazz αυτή κι αν ήθελε ακουστική ωριμότητα θα ερχόταν κι αυτό -είχα πολύ καλούς συμμάχους σε όλη αυτή την πορεία, η Eυδοκία, ο Γιάννης, η Εύη υπήρξα πολύ τυχερή με τους -παρεμπιπτόντως και μουσικόφιλους -φίλους μου- φυσικά δεν σταμάτησα ποτέ να ασχολούμαι με την κινηματογραφική μουσική – ο Morricone και ο Rota κατείχαν πάντα εξέχουσα θέση στο σπίτι ή στα μαγαζιά που έπαιζα- και βεβαίως ευελπιστώ ότι κάποια στιγμή θα αρχίσω να εντρυφώ και στην κλασσική μουσική -που την άφησα κάποτε παρέα με το πιάνο κι έχω κρατήσει λίγες αγάπες Σοστακόβιτς και Σατί και κάποιες άριες από το Madame Butterfly και από την Traviata...

26.3.10

Container Full

Καινούριος χώρος τέχνης στη Θεσσαλονίκη!
Το Container άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό την Τρίτη 23 Μαρτίου με 14 φρέσκους καλλιτέχνες να συμμετέχουν στην εναρκτήρια έκθεσή του και πολύ πολύ κόσμο να το καλωσορίζει.
Εδώ μερικές φωτογραφίες από τα εγκαίνια





Στην τρέχουσα έκθεση συμμετέχουν οι καλλιτέχνες:
Χρήστος Βενέτης, Νίκος Ευαγγελόπουλος, Κατερίνα Ιορδανίδου, Νίκος Κόκκαλης, Βασιλική Κοσκινιώτου, Valentino Marengo, Ευαγγελία Μπαντιάκα, Βασίλης Μπότουλας, Δημήτρης Νοταράς, Θεοφάνης Νούσκας, Ιορδάνης Ρουμελιώτης, Ερη Σκυργιάννη, Αννέτα Σπανουδάκη και Παύλος Χαμπίδης.

Ωράριο λειτουργίας: Τρίτη-Πέμπτη-Παρασκευή: 11.00-21.00, Τετάρτη-Σάββατο: 10.30-15.00. Διάρκεια έκθεσης μέχρι τις 10 Μαΐου.

Container Χώρος Συνάντησης Τεχνών

Ν. Φωκά 8 -54621 Θεσσαλονίκη

τηλ.2310269187-6947600519

info@containerspace.gr / www.containerspace.gr

16.3.10

Σκέψεις μετά από μια βραδιά ποίησης




Αν και η ελεούσα μνήμη μου έχει αυταρχικά διαγράψει σχεδόν όλα τα μίζερα σχολικά μου χρόνια, υπάρχουν κάποια κάδρα που για ανεξήγητους λόγους μπορώ και θυμάμαι με, σχετική πάντα, ευκρίνεια. Σε μία από αυτές είμαι 16 χρονών και ο – φοβερός και τρομερός -φιλόλογός μας αναλύει εξονυχιστικά ένα ποίημα του Ελύτη. Δεν θυμάμαι ποιο. Αυτό που θυμάμαι είναι το πόσο εκνευρίζομαι-έφηβη γαρ και κατά βάση θυμωμένη- για την κατά λέξη προς λέξη ανάλυση ενός κειμένου που είχε φτάσει να με συγκινήσει με έναν εντελώς ασυνείδητο- και μάλλον πρωτόγνωρο για μένα- τρόπο και όχι μέσα από το «κρυμμένο νόημα» που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει ο καθηγητής μου πίσω από τις εύηχες λέξεις. Αναρωτιόμουν λοιπόν τότε- και τώρα καθ’ όπως φαίνεται -γιατί ως μαθήτρια διδασκόμενη ποίηση – το λίγο έστω του σχολικού ανθολογίου- δεν ερωτήθηκα ποτέ όχι τι καταλάβαινα αλλά τι αισθανόμουν (πιστέψτε με αυτό θα το θυμόμουν). Βεβαίως δεν γνωρίζω πλέον πως διδάσκονται τα ποιητικά κείμενα στο σχολείο – αν και είμαι απολύτως σίγουρη, μετά από μια σεβαστή εμπειρία κάποιων χρόνων στην «ειδεχθή» παραπαιδεία, πως, ιδιαίτερα στο Λύκειο, με ό,τι δεν έχει άμεση χρησιμότητα για την εισαγωγή στις Ανώτερες σχολές δε ασχολείται κανείς στα σοβαρά. Αν κρίνω πάντως από τη γενική αντιμετώπιση της ποίησης από τους νέους ανθρώπους δεν πρέπει να έχουν γίνει και ιδιαίτερες αλλαγές. Αν δεν είχαμε τα νόμπελ του Ελύτη και του Σεφέρη οι Έλληνες θα γνώριζαν μόνο τον ποιητή Φανφάρα.
Από την άλλη όμως μήπως και η ποίηση καλοπερνά στις πένες – ή ίσως πια στα πληκτρολόγια- των σύγχρονων ποιητών;
Πέρα από το απαραίτητο και προσφιλές – τόσο πρόδηλο εξάλλου της γενικής αντίληψης - «μαύρα κοράκια άσπρα κοράκια» σχολίου μίας εκ των νεαρών ακροατών-φιλότεχνων γαρ…- πρόσφατης Αθηναϊκής ποιητικής βραδιάς, το συνολικό ακρόαμα είχε απ’ όλα. Λίγη "γυναικεία" ευαισθησία, λίγη κοινωνική αφύπνιση, λίγο -έως πολύ- αισθησιασμό (γυμναστηρίου και μη), λίγο σοκ- λίγο δέος-, λίγο γυμνό, λίγο ρετρό, λίγη διάδραση, λίγη λεξιλαγνεία, λίγο χιούμορ, λίγο λογοπαίγνιο, λίγη πρόζα αλλά κυρίως λίγη μα πάρα πολύ λίγη συγκίνηση. Και όταν λέω συγκίνηση δεν εννοώ μαύρο δάκρυ, αλλά τη συγκίνηση ετυμολογικά, την ψυχική διέγερση – κατά το Λεξικό του Μπαμπινώτη-, αυτό το πράγμα δηλαδή που παθαίνεις όταν ακούς-ή διαβάζεις – κάτι και νιώθεις την καρδιά σου να μετατοπίζεται ένα πόντο, και σου κόβεται –στιγμιαία, πολύ στιγμιαία- η ανάσα-και μπορεί κι ο βήχας -, και βραχυκυκλώνει το μυαλό και μετά σε στοιχειώνει ένας στίχος για ώρες ή ίσως και μέρες και χρόνια (προσωπική ερμηνεία). Αυτό δηλαδή που οφείλει να προκαλεί η ποίηση. Δεν αμφισβητώ ότι σε κάποια-λίγα- ακούσματα υπήρχε μια φρεσκάδα και ένα πνεύμα και ένα άνοιγμα σε κάτι απροσδιόριστο -και προκλητικό τοιουτοτρόπως- ένα ανεπαίσθητο κάλεσμα σε έναν άλλο κόσμο – που, ναι, είναι στοιχεία που δίνουν τη σφραγίδα ενός καλού ποιητικού δυναμικού αλλά δεν αισθάνθηκα τίποτα δυνατό, πέρα ίσως από μια – και λίγο απρόσμενη- ανάγνωση που πράγματι κάτι εκκίνησε, δεν ένιωσα τίποτα που να με κάνει έστω και λίγο να σαστίσω και να ανατριχιάσω. Και βεβαίως εδώ θα ανακαλούσε κάλλιστα κανείς την κουρτίνα της γιαγιάς φίλτατου δομιστή, και ναι ίσως πολλοί από τους συνακροατές μου να συγκινήθηκαν κύριε Μπαρτ, μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ, εδώ όμως εκφράζω τη δική μου απογοήτευση από τη συγκεκριμένη βραδιά. Συν μια μικρή αμφιβολία για το κατά πόσο ένα ποίημα αναδεικνύεται ή όχι όταν το διαβάζει ο ίδιος ο δημιουργός του. Γιατί ίσως τελικώς αυτά τα ανοίγματα που από κάποια κείμενα λείπανε να υπονομεύτηκαν από την μονομερή ανάγνωση του δημιουργού τους. Είναι άτιμα πράγματα οι λέξεις, σε παρασέρνουν εύκολα σε ναρκισσιστικές διαδρομές εκφοράς τους, σαμποτάροντας περίτεχνα τις κρυφές αρετές και τα πραγματικά μυστήρια των συνδυασμών τους. Με άλλα λόγια μια ασυνείδητη ίσως αυταρέσκεια του ποιητή καθώς διαβάζει το έργο του ενδέχεται να το υποσκάψει. Από την άλλη μπορεί και όχι, μπορεί τελικά μόνο ο ίδιος ο ποιητής να ξέρει πως πρέπει να διαβαστεί το δικό του δημιούργημα. Το θέμα όμως είναι πως μόνο σε κάτι τέτοιες βραδιές το κάνει. Η ποίηση είναι κατά τα άλλα μοναχική διαδικασία, τόσο στην γραφή όσο και στην ανάγνωσή της. Και οι αναγνώστες είναι – αισίως – πολύ περισσότεροι από τον δημιουργό άρα και οι αναγνώσεις απεριόριστες.

Οι ποιητικές βραδιές και εκδηλώσεις πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό στην πόλη μας. Αυτό είναι εντυπωσιακό και ευχάριστο. Μια νέα άνθηση της ποίησης είναι ένας καλός οιωνός πολιτισμού. Από την άλλη το πλήθος των νέων ανθρώπων που αξιώνουν τον τίτλο του ποιητή αυξάνει με ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες, γεγονός που είναι και κάπως τρομακτικό. Γιατί η ποσότητα ποτέ δεν συνεπαγόταν την ποιότητα. Κάτι που μπορεί να δει κανείς στην έκδοση των αναρίθμητων ελληνικών μυθιστορημάτων των τελευταίων ετών εκ των οποίων αυτά που έχουν κάποια λογοτεχνική αξία να καταλαμβάνουν ένα μονοψήφιο ποσοστό.
Θεωρώ την καλή ποίηση τον τελευταίο προμαχώνα της ατόφιας ευαισθησίας, το ύστατο άβατο των θιασωτών της ευκολίας και της μαζικοποίησης της ψυχαγωγίας. Λίγη ρέγουλα λοιπόν γιατί καθ’ όπως φαίνεται κινδυνεύει - όπως έγινε με τα εικαστικά και την υπόλοιπη λογοτεχνία πριν από αυτή- να εκφυλιστεί στο βωμό της μαζικής κουλτούρας.

8.3.10

Και μη παρέκει




Η χώρα μας εγέρασε μωρέ παιδιά. Μπορεί να αντιδρά στιγμιαία στις κατά καιρούς εκδηλώσεις καταπίεσης και διαφθοράς – με κάποια σκουριασμένα αντανακλαστικά- όμως κουράζεται γρήγορα και λησμονεί, αποχαυνώνεται με τσόντες και τηλεοπτικά διαζύγια και κατακάθεται, επαναπαυμένη με τα λίγα και μετά με τα λιγότερα. Σαν ηλικιωμένη ανήμπορη κυρία πάει στις εκλογές υποβασταζόμενη από υποτιθέμενους προστάτες και ψηφίζει αυτό που θα της δώσουν σε φακελάκι στο χέρι, χωρίς να αναρωτηθεί καθόλου για τυχόν άλλες επιλογές. Για να εισπράξει ένα επιδοκιμαστικό ευρωπαϊκό χτύπημα στον ώμο μετά. Good work. Keep walking. Με το πι βέβαια.
Ανατρέχει σε παλαιά αναγνώσματα και λεξιλόγια και ξαφνικά όλοι αρχίζουμε να μιλάμε για πατρίδες, για ελλαδίτσες και για θυσίες «υπέρ του έθνους» -που βέβαια άλλοι αναγκάζονται να κάνουν και άλλοι απλώς δεν θα κάνουν - με τα άμφια και τα κεφάλαια ανέγγιχτα, με ενισχύσεις στις τράπεζες και περικοπές από τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους, υποβαλλόμενοι σε οικονομικούς δήθεν μονόδρομους που θα ενισχύσουν και θα διαιωνίσουν γαρ την ίδια ακριβώς κατάσταση που μας οδήγησε μέχρι εδώ, εγκλωβισμένοι σε στείρες λογικές αδράνειας αφού δεν υπάρχει τίποτα –λέει- άλλο να κάνουμε, έτσι είναι το σύστημα. Γιατί το σύστημα είναι το matrix και από το matrix δεν βγαίνεις. Γιατί με δυο διαδηλώσεις και τρεις απεργίες δεν θα ιδρώσει το αυτί κανενός. Οπότε ΟΚ ας το αντέξουμε κι αυτό. Από το κινηματογραφικό matrix βέβαια τελικά βγήκανε. Αυτά όμως συμβαίνουν μόνο στις ταινίες. Και η δική μας περίπτωση σίγουρα δεν είναι επιστημονικής φαντασίας μάλλον σαπουνόπερα που παίζεται σε κάθε κανάλι καθημερινά. Κι εμείς παρακολουθούμε και ερμηνεύουμε ταυτόχρονα και ανελλιπώς συγκινημένοι τις τραγικές εξελίξεις. Θεατές και πρωταγωνιστές σε ένα σενάριο πλασαρισμένο έτοιμο, που δεν μας δόθηκε ποτέ ουσιαστικά η ευκαιρία να συμμετέχουμε στη γραφή του, όσο κι αν αυτή η ψευδαίσθηση ήταν εξαιρετικά εκτελεσμένη. Πολυάριθμοι κομπάρσοι υπερπαραγωγής, φιλόδοξης να φέρει κέρδος μόνο στα ονόματα των παρασκηνίων.
Σαφώς γνωρίζω πολύ καλά ότι δεν είμαι η μόνη που θυμώνω που πρέπει να πληρώσουμε εμείς τα σπασμένα αλλεπάλληλων αδηφάγων κυβερνήσεων, κουστουμάτων καλοζωισμένων κομπιναδόρων και ευέλικτων καταχραστών. Και που κανείς από τους δημοκρατικούς αντιπροσώπους μας μέχρι τώρα δεν έχει σκεφτεί ή τολμήσεις να διεκδικήσει- όταν το «εθνικό» χρέος έχει φτάσει να απαιτεί ανυποχώρητο λαϊκές θυσίες- την αρωγή του αμύθητου –και τόσο προσφάτως ξεφωνημένου- παγκαριού της εκκλησίας. Και που για μια ακόμα φορά οι διανοούμενοι λουφάζουν (εκτός κι αν είναι να υπερασπιστούν τα δικαιώματα γνωστών εκδοτών να απολύουν συνδικαλιστές). Και που όλος αυτός ο κόσμος που πρόκειται να περάσει τα δύσκολα στο άμεσο μέλλον το έχει πιο εύκολο να σχολιάζει τα τολμηρά «καλλιτεχνήματα» πλατινέ περσόνων, παρά να αντιδρά επίμονα και συστηματικά στα επιχρυσωμένα με φλυαρίες περί πατρίδος κυβερνητικά χάπια. Θέλω όμως και να ελπίζω ότι κάποια στιγμή άμεσα αυτός ο θυμός των όσων θα γίνει πρώτα των όλων και μετά θα υλοποιηθεί σε κάτι πιο συμπαγές και δραστικό. (viva)

3.3.10

Η Frida Kahlo, η Pascal Petit και εγώ

H Pascal Petit είναι ποιήτρια. Ζει στο Λονδίνο και, μεταξύ άλλων, διδάσκει δημιουργική γραφή στην Tate Modern. Έχει γράψει τέσσερα βιβλία και στο πέμπτο της – που κυκλοφορεί στην Αγγλία τον Μάιο του 2010- αποδίδει ποιητικά 52 αγαπημένους της πίνακες της Frida Kahlo με τίτλο
What the Water Gave Me – Poems after Frida Kahlo.

Καθώς η γειτνίαση ζωγραφικής και ποίησης με ελκύει και με συγκινεί τα μάλα, αποτολμώ εδώ, με κάθε συστολή, να μεταφέρω -ελεύθερα και πολύ προσωπικά -στην ελληνική ένα από τα ποιήματα του συγκεκριμένου βιβλίου που μπορεί κανείς να βρει στο blog της

http://pascalepetit.blogspot.com

Πάντα βεβαίως με την πεποίθηση ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ποιητική μετάφραση αλλά μόνο για απόδοση.


H τρυφερή αγκαλιά του σύμπαντος,
η Γη (του Μεξικού), ο Ντιέγκο, Εγώ και ο κύριος Ξολότλ



Όταν ήρθες πάλι σε μένα-

έφτιαξα ένα χέρι από μέρα πράσινη κι ένα από νύχτα καστανή
να αναδύεται από μέσα τους το Μεξικό, με τα φαράγγια του και τις ερήμους του,
τους κάκτους του – αυτούς που μοιάζουν με κηροπήγια.

Και ήμασταν κι εμείς εκεί, μέσα στην αγκαλιά του τόπου μας
Ήσουν εσύ το γυμνό μου μωρό
κάθε στιγμή να ξαναγεννιέσαι με ανοιχτό το μάτι σου το τρίτο

Κι ακόμα κι ο σκύλος μας, ο κύριος Ξολότλ, κουλουριασμένος
ήτανε πάνω στον καρπό του χεριού του απογεύματος,
έτοιμος να κουβαλήσει τις ψυχές μας στον κάτω κόσμο, αν έπρεπε.

Κι έτσι όπως μαζί βυθίζαμε το βλέμμα μας, μακρυά από την εικόνα μας,
είδαμε στο σκοτεινό παράθυρο μια γυναίκα μικρή σε πολυθρόνα αναπηρική
εξορισμένη σε εργαστήρι πέρα κι από το φεγγάρι

ν' ανακατεύει απεγνωσμένα του έρωτα τα χρώματα
μέχρι αυτά ν' αρχίσουνε να πάλλονται-
τα πράσινα του καρπουζιού, τα κόκκινα της πιπεριάς, το πορτοκαλί της κολοκύθας

Εκείνη με βιάση σχεδίασε τα μπράτσα τα θρυμματισμένα
του σύμπαντος -
να μας βαστάνε όλους μαζί

σαν να 'μασταν βουνό που στάζει ρίζες και βράχια.


Για ακόμα περισσότερες πληροφορίες για την Pascal Petit:

http://pascalepetit.co.uk




Και εδώ ο ομώνυμος πίνακας που ενέπνευσε την ποιήτρια.

1.2.10

not a cup of tea

(Λίγες κουβέντες για την εντροπία)





"no one knows what [thermodynamic] entropy really is,
so in a debate you will always have the advantage".

John von Neumann προς τον Claude Shannon (Sci. Am. 1971 , 225 , 180.)

Humpty Dumpty sat on a wall,
Humpty Dumpty had a great fall;
Threescore men and threescore more,
Cannot place Humpty dumpty as he was before

(Παλιό Αγγλικό παιδικό τραγούδι)


"Όλα πηγαίνουν στο ίδιο μέρος· όλα έγιναν από χώμα και όλα επιστρέφουν στο χώμα."
Όσο αφοριστική και να ακούγεται η περίφημη ρήση του βιβλικού Εκκλησιαστή, πριν από περίπου 150 χρόνια μόλις, αποκτούσε τον επίσημο όρο της.
Η λέξη εντροπία αν και στην Αμερική της δεκαετίας του 1950 αποδιδόταν από μερικούς στον κατ' εξοχήν λογοτεχνικό της εκπρόσωπο, Thomas Pynchon, στην πραγματικότητα κατάγεται από τον μεγάλο φυσικό Clausius, που ήδη έναν αιώνα νωρίτερα - το 1865 - διακήρυττε την ανακάλυψη του επιστημονικού μεγέθους της ανθρώπινης ματαιότητας. Κι αν ακόμα ο φιλόσοφος Bergson στις αρχές του 20ου τολμούσε να αποκηρύσσει τον Χρόνο – με τις μέχρι τότε ισχυρές πλάτες της κλασσικής μηχανικής- η νέα φυσική φρόντιζε να τον φέρει σε πρώτο πλάνο με όλα τα συμπαρομαρτούντα του. Η οξεία επίγνωση του χρόνου αναδύεται θριαμβευτικά στα μέσα του 19ου αιώνα, σε αντιπαράθεση με την ασάλευτη και ράθυμη αιωνιότητα του Νεύτωνα. Το βέλος του χρόνου-εκτοξευόμενο από την άρτι αφιχθείσα στο επιστημονικό λεξιλόγιο εντροπία- κατευθύνεται μάλλον απειλητικά προς το μακάριο ντετερμινιστικό μοντέλο.
Ο 2ος θερμοδυναμικός νόμος, που εκπροσωπεί την εντροπία, πέραν του ότι δεν χαρίζει ηλικίες, αποκαλύπτει κυνικά δυο μεγάλες και αλληλένδετες αλήθειες. Πρώτον, ότι η φύση έχει μια αθεράπευτη τάση προς τις άτακτες δομές -γεγονός που δημιουργεί και την αίσθηση της χρονικότητας. Δεύτερον, ότι το πρώτον συνεπάγεται ένα σταδιακό εκφυλισμό της συνολικής κοσμικής ενέργειας, που μονοδρομείται προς έναν θερμικό θάνατο του σύμπαντος.
Η γοητεία της αμφιταλάντευσης μεταξύ της παιδικότητας που αποπνέει η αταξία και της αμερόληπτης σοβαρότητας του θανάτου, φέρνει την εντροπία στο στόχαστρο της έμπνευσης εικαστικών και λογοτεχνών του 20ου αιώνα, όταν πλέον αυτή έχει βρει τη θέση της τόσο στην βιολογία όσο και στην θεωρία της πληροφορίας, μεταξύ άλλων.
Επιρρεπείς ανέκαθεν στον ίλιγγο της ματαιότητας οι καλλιτέχνες - ας μη ξεχνάμε τα δημοφιλή αναγεννησιακά memento mori - προσεγγίζουν ποικιλοτρόπως την καινούρια πραγματικότητα που επιδεικνύει αλαζονικά η νέα επιστήμη. Το αναπόφευκτο μέλλον γαρ που έρχεται επιταχυνόμενο κατά πάνω μας, αλλά και την τραγική ειρωνεία που διέπει έναν κόσμο προσκολλημένο σε κανόνες, όταν η φύση, αργά ή γρήγορα, θα επιβάλλει καταχρηστικά την μοιραία ακαταστασία της.
Η Τελευταία ερώτηση, στο ομώνυμο διήγημα του 52' του Isaac Asimov, παραμένει για
δισεκατομμύρια χρόνια αναπάντητη από τον υπερεξελιγμένο υπολογιστή Multivac.

“Είναι δυνατόν να αντιστρέψουμε την εντροπία;”
Ρωτάει αενάως ο άνθρωπος του μέλλοντος .Γίνεται να αντισταθούμε στο απέραντο επερχόμενο χάος;
Μερικά χρόνια αργότερα ο Καλλίστο στην “Εντροπία” του Pynchon απλοποιεί μάλλον πεσιμιστικά τον φυσικό νόμο:

...δεν μπορείς να κερδίσεις, τα πράγματα θα χειροτερεύσουν πριν καλυτερεύσουν, και ποιος μας λέει ότι θα καλυτερέψουν τελικά;

Ο Marcel Duchamp, πάντως, υμνούσε την γοητεία του απρόβλεπτου πριν ακόμα καν ραγίσει το Μεγάλο γυαλί και δημιουργήσει έτσι τυχαία το θεσπέσιο “ενεργειακό” πλέγμα ρωγμών, μεταξύ νύφης και μνηστήρων. Ο Robert Smithson πάλι,– ο κυριότερος εικαστικός σχολιαστής της εντροπίας – την ανάγει στη σημαντικότερη έννοια παραγωγής καλλιτεχνικής πρακτικής στα τέλη της δεκαετίας του 60'– τα αντι-μνημειακά land -art έργα του, ως άλλα vanitas, υπενθυμίζουν τον δρόμο προς την καταστροφή - ενώ το παράπονο του εφήμερου και του χρονικά φθαρτού διακρίνεται εντόνως και στα υλικά καλλιτεχνών όπως ο Anselmo ή ο Goldsworthy (οργανικά υλικά που αποσυντίθενται σταδιακά και πάγος αντιστοίχως). Ο Cage συνθέτει βάσει της τυχαιότητας αλλά και ένα ολόκληρο κίνημα, το Fluxus διακατέχεται από την έννοια του απρόβλεπτου. Μήπως όμως και τα σαρκαστικά έργα του Hirst μέσα στη δεκαετία του 90' – όπως το εμβληματικό A Thousand Years όπου ο κύκλος ζωής-θανάτου συμπυκνώνεται σε μια βιτρίνα με μύγες, τις οποίες παρακολουθούμε να γεννιούνται και να πεθαίνουν– δεν αποτελούν ένα φόρο τιμής στην ματαιότητα;
Η σεβάσμια Rosalind Krauss ανακαλύπτει την εντροπία όχι μόνο στον Smithson αλλά και στα έργα των Bruce Nauman και Allan McCollum, ενώ ακόμα και στα “αναστρέψιμα” βιβλία του Ed Ruscha ή στο “ακατάστατο” Κουτσό του Julio Cortasar θα έλεγε κανείς ότι διακρίνεται το στίγμα της.
Πέρα λοιπόν από εμμονή του Pynchon και του Smithson, η εντροπία καραδοκεί παντού γύρω μας και όχι μόνο στο “σχολικό” φλιτζάνι τσάι που κρυώνει ταχύτατα ανεβάζοντας, με τη θερμότητα που χάνει, την εντροπία του σύμπαντος. Τη συναντάμε στην Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων και στα έργα του Pollock, στα μποτιλιαρίσματα τις βροχερές μέρες στους Αθηναϊκούς δρόμους και στο νεροχύτη όταν τα άπλυτα πιάτα συσσωρεύονται ταχύτατα (και καθόλου τακτικά), στην ακαταστασία ενός παιδικού δωματίου και στο ρίξιμο μιας πασιέντζας.
Και αν για τον ρομαντικό Arnheim μόνο η τέχνη έχει τη δύναμη να της αντιστέκεται, ο Asimov, ο πιο πιστός θιασώτης της επιστήμης και της τεχνολογίας, επιφυλάσσει μια “φωτεινή” κατάληξη στο περίφημο διήγημα του:
Μετά από εκατομμύρια χρόνια, και αφού η εντροπία έχει οδηγήσει τον κόσμο στο τέλος του, ο αλάνθαστος υπολογιστής έχει βρει τον τρόπο να την αντιστρέψει:

«Γεννηθήτω φως!» αρθρώνει

Και εγένετο φως.

9.12.09

Dr. Parnassus - Sympathy for the devil


Καταρχάς είναι πάντα απόλαυση να βλέπεις τον Τομ Γουέιτς στην οθόνη – πόσο μάλλον όταν σχεδόν παίζει τον εαυτό του, μια και η προσωποποίηση του κακού, το λοξό βλέμμα και το βαμμένο μουστάκι, του πάει γάντι, έξοχος- εξοχότατος σατανάς - μετά είναι φυσικά ο Γκίλιαμ, των Μόντυ Πάιθον και του απερίγραπτου και αξεπέραστου Brazil (και του Μυνχάουζεν και των 12 πιθήκων και των Αδερφών Γκριμ και τέλος πάντων όλων των σύγχρονων αγαπημένων κινηματογραφικών φαντασμαγοριών ) που μήπως -λέω- αφηγείται το παραμύθι του -λέγοντας ακόμα μαγικές ιστορίες, μετά από 1000 χρόνια για να μη σταματήσει ο χρόνος - ποιητική επιμήκυνση του δημιουργικού του χρόνου- πόσες γενιές εξάλλου από τους Python μέχρι σήμερα;-και πόσες ακόμα- και τέλος- γιατί επιμένουμε στο πνεύμα των ημερών - ο πάτερ φαμίλιας που στοίχειωσε Χριστούγεννα και Χριστούγεννα των παιδικών μας χρόνων χέρι χέρι με την Τζούλυ Άντριους , ο Κάπτεν φον Τραπ της χιλιοπαιγμένης Μελωδίας – καλομελέτα και έρχεται στο εορταστικό πρόγραμμα των ευφάνταστων καναλιών μας- με την υπέροχη επιβλητική του φωνή εξακολουθώντας να σώζει οικογένειες o Κρίστοφερ Πλάμερ και τι άλλο στο κάτω κάτω να θέλει κανείς για ένα ντεμί-χειμωνιάτικο προχριστουγεννιάτικο τεμπέλικο βράδυ; Άσε που δεν είναι μόνο αυτά, γιατί έχει και Κιθ Λέτζερ για άλλη μια (τελευταία) φορά τόσο πανέμορφος και εξαίρετος ηθοποιός, και Τζόνι Ντέπ -πάντα Τζόνι Ντεπ, γιατί τον αγαπώ ό,τι κι αν κάνει- και Τζουντ Λο και Κόλιν Φάρελ και την φρέσκια φρέσκια Λίλυ Κολ που μοιάζει με ρώσικη κούκλα και τα μαγικά κουστούμια και τα όνειρα και τα γκιλιανικά απίστευτα σκηνικά που δεν χορτάσαμε ποτέ και τέλος πάντων είναι πάντα ωραία τα μεγαλοπρεπή πολύχρωμα παραμύθια όσο εξωφρενικά και υπερβολικά και τραβηγμένα και ζαλιστικά κι αν είναι - όσο κι αν στην έξοδο και αφού συνέλθεις κάπως από το δίωρο οπτικό τριπ το πρώτο πράγμα που αναρωτιέσαι είναι μα τι πίνει αυτός ο άνθρωπος τόσα χρόνια τώρα;

4.12.09

Rooms 2009




Η χωρομέτρηση του δωματίου έκανε εντέλει προφανές ότι το δωμάτιο στενεύει κάθε μέρα (ή Ξαναδιαβάζοντας τον Κάφκα)


Ο μικρός και απόλυτα ορισμένος χώρος ενός δωματίου αναπόφευκτα προκαλεί συνειρμούς εκούσιου ή ακούσιου εγκλεισμού. Ο εγκλεισμός βέβαια δεν έχει ανάγκη από δωμάτια. Η εξουσία ως γενικευμένη έννοια – φορέας πάσης φύσης εγκλεισμών – επιτυγχάνει να μας περικυκλώνει με νόμους- τοίχους, κτίσματα – θεσμούς όπου οι εκάστοτε «Κόμηδες» αλλάζουν κατά βούληση τα όρια μας, μπερδεύοντας και αλυσοδένοντας και τους πιο περίεργους και ανήσυχους «χωρομέτρες».
«Συχνά όμως είναι ασφαλέστερο να είσαι αλυσοδεμένος παρά ελεύθερος» δηλώνει πικρά ο Κάφκα σε έναν από τους περίφημους αφορισμούς του, κι έτσι αφηνόμαστε στην επίπλαστη θαλπωρή της αλυσίδας μας αφού πέρα από αυτή παραμονεύει ο εχθρός- ο ίδιος αυτός που μας έφτιαξε το φαιδρό καταφύγιο. Ο ίδιος που ενίοτε μας προσφέρει γενναιόδωρα ψευδαισθήσεις διαφυγής.
Ο κόσμος του Κάφκα είναι αναμφίβολα κλειστοφοβικός και απαισιόδοξος. Αλλά κυρίως οδυνηρά σύγχρονος. Η εξουσία που σκιαγραφείται στα έργα του είναι απόλυτη, απροσπέλαστη και αφηρημένη, ένα γλαφυρό λογοτεχνικό ανάλογο της Φουκωικής μεταφυσικής.
Η Ινώ Βαρβαρίτη και η Αλεξάνδρα Παλαντζά, ευαίσθητες χωρομέτρες υπό το απρόσιτο βλέμμα του Πύργου, επιχειρώντας μια εικαστική ανατομία του Καφκικού λογοτεχνικού σύμπαντος, ψηλαφούν τελικώς τους αόρατους μηχανισμούς της εξουσίας- το σχεδόν απόκοσμο απροσέγγιστο αυτής, το αδύνατο κάθε ελπίδας διεξόδου, τις πολυδιάστατες ψυχολογικές και υλικοτεχνικές δομές της - και τους ερμηνεύουν φιλτραρισμένους μέσα από τις δικές τους φρέσκες καλλιτεχνικές και προσωπικές ανησυχίες.

(…)«Δεν έχεις παρά να αλλάξεις κατεύθυνση» είπε η γάτα (στο ποντίκι) και το έφαγε.
Μικρός μύθος

Franz Kafka

(κείμενο που δημοσιεύτηκε στον κατάλογο της έκθεσης Rooms 2009 που διοργανώθηκε από την γκαλερί Kappatos στο ξενοδοχείο Lycabetus τον Δεκέμβρη του 2009)

23.10.09

Κι αυτός ο e.e. cummings τι βάσανο...

)when what hugs stopping earth than silent is
by: e.e. cummings

)when what hugs stopping earth than silent is
more silent than more than much more is or
total sun oceaning than any this
tear jumping from each most least eye of star

and without was if minus and shall be
immeasurable happenless unnow
shuts more than open could that every tree
or than all life more death begins to grow

end's ending then these dolls of joy and grief
these recent memories of future dream
these perhaps who have lost their shadows if
which did not do the losing spectres mime

until out of merely not nothing comes
only one snowflake(and we speak our names

20.10.09

Υπάρχει σεξ μετά τον Αντίχριστο;


(Είναι πολύ δύσκολο να μείνει κανείς αντικειμενικός στα κριτήριά του μιλώντας για μια ταινία για την οποία έχουν γραφεί και ειπωθεί τόσα πολλά.
Οι απανωτοί σχολιασμοί και οι ακραίες κριτικές από τις Κάνες και μετά λίγα περιθώρια αφήνουν για προσωπική εκτίμηση. Παρ’ όλα αυτά καθώς παραμένει η πιο ενδιαφέρουσα κινηματογραφική δουλειά που έχω δει φέτος θα επιχειρήσω να εκφράσω μερικές σκέψεις.)


Οδυνηρά ενοχικός και με ένα ακατάσχετο τρόμο για τη φύση –ανθρώπινη και μη- ο Τρίερ διεκδικεί το δικαίωμα της ποιότητας στο σπλάτερ- ήδη το είχε κάνει για το χάρντκορ πορνό στους Ηλίθιους- γυρίζοντας μια ταινία που πολύ λιγότερα έχει να κάνει με τη θρησκεία απ΄ ότι περιμένει κανείς, παρά τον προκλητικό της τίτλο και τους εύκολους συμβολισμούς.
Ομολογώ ότι γι’ αυτά που είχα ακούσει και είχα διαβάσει μέχρι να τη δω, το θέαμα τελικώς ήταν ίσως και πιο light απ’ ό,τι περίμενα και όσο και αν είμαι δηλωμένη πολέμια της άσκοπης «διασκεδαστικής» βίας στον κινηματογράφο-βλ. Ταραντίνο- στην προκειμένη περίπτωση αν και με ενόχλησε έντονα–όπως και έπρεπε εξάλλου- έως και με πόνεσε, δεν με θύμωσε. Τολμώ λοιπόν να πω ότι μου άρεσε ο Αντίχριστος. Αν και διαφωνώ καθέτως με τη φιλοσοφική δήλωση του δημιουργού του, παραδέχομαι ότι για άλλη μια φορά ο Τρίερ κατάφερε να δώσει την αντιδραστική μεν ερμηνεία του για την ανθρώπινη φύση απέναντι στον πολιτισμό, απογειώνοντας δε το εκφραστικό του μέσο.
Η φύση λοιπόν εκεί έξω, γόνιμη και εντροπική, ο απώτατος εχθρός, «ο ναός του σατανά», το τέλος του πολιτισμού, το χάος που απειλεί να βασιλέψει. Η φύση λοιπόν βαθιά μέσα μας όλος ο κίνδυνος, η τρέλα, η σαρωτική και ανεξέλεγκτη σεξουαλική ορμή, το τέλος της λογικής, το αχαλίνωτο θηρίο που πρέπει να υποταχθεί για να μην αποκτηνωθούμε. Ο απόλυτος φόβος του Τρίερ. Η γυναίκα από τη μία η σατανική φύση, ο άντρας απέναντί της ο ήρεμος πολιτισμός –το παιδί που σκοτώνεται –αφού πρώτα έχει ασυνείδητα κακοποιηθεί- λόγω της αμέλειας της γυναίκας (βεβαίως) ο καταλύτης της σχέσης. Οι συμβολισμοί του Τρίερ είναι απλούστατοι. Δεν προσπαθεί καθόλου να τους μεταμφιέσει -η ουσία της ταινίας δεν είναι μια δύσκολη αποκρυπτογράφηση αλλά μια ευανάγνωστη αλλά αδυσώπητη αλληγορία- το δάσος που καταφεύγουν είναι η Εδέμ ο άντρας Νταφόε, πάλαι πότε Ιησούς στον Τελευταίο Πειρασμό του Σκορτσέζε, η Γκένσμπουργκ η απόλυτα γήινη γυναίκα/πειρασμός, η φύση και το κακό αυτοπροσώπως. Δεν υπάρχουν κρυφά νοήματα-όλα αποσαφηνίζονται με συνέπεια παραμυθιού μέχρι την έσχατη τιμωρία με τη βίαιη και αιματηρή αχρήστευση των οργάνων αναπαραγωγής αμφοτέρων και το εμβληματικό τέλος με τις αμέτρητες απρόσωπες γυναίκες που πλημμυρίζουν απειλητικά το δρόμο της επιστροφής του επιζώντα μεν, μοιραία χτυπημένου όμως Άντρα.(και εδώ βεβαίως δεν μπορώ να μην θυμηθώ τους απρόσωπους άντρες που απειλούν αντιστοίχως την ανορεξική Ζαρίν στην ταινία της Ιρανής εικαστικού Σιρίν Νεσάτ Women without men…)
Ο Τρίερ επιστρέφει στο λυρισμό του Δαμάζοντας τα κύματα, πιο σκοτεινός όμως και πιο απελπισμένος. Το δάσος σκηνικό νομίζεις ότι αναπνέει και κινείται σαν ενιαίος οργανισμός, η φωτογραφία εφιαλτική-και εξαιρετική- ενίοτε θυμίζει Μπάρτον. Ό,τι έμβιο μοιάζει απειλητικό (πέρα από τη γυναίκα, ζώα και πουλιά κάνουν επίσης δύσκολη τη ζωή του άντρα)η ηχητική υπόκρουση μινιμαλιστική αλλά ευφυέστατη. Εκείνος εκνευριστικά ψύχραιμος. Εκείνη αχόρταγη σεξουαλικά και αδίστακτη.
Όπως και να χει το μήνυμα είναι σχεδόν οικολογικό. Με τη φύση δεν παίζουμε.
Ούτε με τη γυναίκα φυσικά.