26.3.10

Container Full

Καινούριος χώρος τέχνης στη Θεσσαλονίκη!
Το Container άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό την Τρίτη 23 Μαρτίου με 14 φρέσκους καλλιτέχνες να συμμετέχουν στην εναρκτήρια έκθεσή του και πολύ πολύ κόσμο να το καλωσορίζει.
Εδώ μερικές φωτογραφίες από τα εγκαίνια





Στην τρέχουσα έκθεση συμμετέχουν οι καλλιτέχνες:
Χρήστος Βενέτης, Νίκος Ευαγγελόπουλος, Κατερίνα Ιορδανίδου, Νίκος Κόκκαλης, Βασιλική Κοσκινιώτου, Valentino Marengo, Ευαγγελία Μπαντιάκα, Βασίλης Μπότουλας, Δημήτρης Νοταράς, Θεοφάνης Νούσκας, Ιορδάνης Ρουμελιώτης, Ερη Σκυργιάννη, Αννέτα Σπανουδάκη και Παύλος Χαμπίδης.

Ωράριο λειτουργίας: Τρίτη-Πέμπτη-Παρασκευή: 11.00-21.00, Τετάρτη-Σάββατο: 10.30-15.00. Διάρκεια έκθεσης μέχρι τις 10 Μαΐου.

Container Χώρος Συνάντησης Τεχνών

Ν. Φωκά 8 -54621 Θεσσαλονίκη

τηλ.2310269187-6947600519

info@containerspace.gr / www.containerspace.gr

16.3.10

Σκέψεις μετά από μια βραδιά ποίησης




Αν και η ελεούσα μνήμη μου έχει αυταρχικά διαγράψει σχεδόν όλα τα μίζερα σχολικά μου χρόνια, υπάρχουν κάποια κάδρα που για ανεξήγητους λόγους μπορώ και θυμάμαι με, σχετική πάντα, ευκρίνεια. Σε μία από αυτές είμαι 16 χρονών και ο – φοβερός και τρομερός -φιλόλογός μας αναλύει εξονυχιστικά ένα ποίημα του Ελύτη. Δεν θυμάμαι ποιο. Αυτό που θυμάμαι είναι το πόσο εκνευρίζομαι-έφηβη γαρ και κατά βάση θυμωμένη- για την κατά λέξη προς λέξη ανάλυση ενός κειμένου που είχε φτάσει να με συγκινήσει με έναν εντελώς ασυνείδητο- και μάλλον πρωτόγνωρο για μένα- τρόπο και όχι μέσα από το «κρυμμένο νόημα» που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει ο καθηγητής μου πίσω από τις εύηχες λέξεις. Αναρωτιόμουν λοιπόν τότε- και τώρα καθ’ όπως φαίνεται -γιατί ως μαθήτρια διδασκόμενη ποίηση – το λίγο έστω του σχολικού ανθολογίου- δεν ερωτήθηκα ποτέ όχι τι καταλάβαινα αλλά τι αισθανόμουν (πιστέψτε με αυτό θα το θυμόμουν). Βεβαίως δεν γνωρίζω πλέον πως διδάσκονται τα ποιητικά κείμενα στο σχολείο – αν και είμαι απολύτως σίγουρη, μετά από μια σεβαστή εμπειρία κάποιων χρόνων στην «ειδεχθή» παραπαιδεία, πως, ιδιαίτερα στο Λύκειο, με ό,τι δεν έχει άμεση χρησιμότητα για την εισαγωγή στις Ανώτερες σχολές δε ασχολείται κανείς στα σοβαρά. Αν κρίνω πάντως από τη γενική αντιμετώπιση της ποίησης από τους νέους ανθρώπους δεν πρέπει να έχουν γίνει και ιδιαίτερες αλλαγές. Αν δεν είχαμε τα νόμπελ του Ελύτη και του Σεφέρη οι Έλληνες θα γνώριζαν μόνο τον ποιητή Φανφάρα.
Από την άλλη όμως μήπως και η ποίηση καλοπερνά στις πένες – ή ίσως πια στα πληκτρολόγια- των σύγχρονων ποιητών;
Πέρα από το απαραίτητο και προσφιλές – τόσο πρόδηλο εξάλλου της γενικής αντίληψης - «μαύρα κοράκια άσπρα κοράκια» σχολίου μίας εκ των νεαρών ακροατών-φιλότεχνων γαρ…- πρόσφατης Αθηναϊκής ποιητικής βραδιάς, το συνολικό ακρόαμα είχε απ’ όλα. Λίγη "γυναικεία" ευαισθησία, λίγη κοινωνική αφύπνιση, λίγο -έως πολύ- αισθησιασμό (γυμναστηρίου και μη), λίγο σοκ- λίγο δέος-, λίγο γυμνό, λίγο ρετρό, λίγη διάδραση, λίγη λεξιλαγνεία, λίγο χιούμορ, λίγο λογοπαίγνιο, λίγη πρόζα αλλά κυρίως λίγη μα πάρα πολύ λίγη συγκίνηση. Και όταν λέω συγκίνηση δεν εννοώ μαύρο δάκρυ, αλλά τη συγκίνηση ετυμολογικά, την ψυχική διέγερση – κατά το Λεξικό του Μπαμπινώτη-, αυτό το πράγμα δηλαδή που παθαίνεις όταν ακούς-ή διαβάζεις – κάτι και νιώθεις την καρδιά σου να μετατοπίζεται ένα πόντο, και σου κόβεται –στιγμιαία, πολύ στιγμιαία- η ανάσα-και μπορεί κι ο βήχας -, και βραχυκυκλώνει το μυαλό και μετά σε στοιχειώνει ένας στίχος για ώρες ή ίσως και μέρες και χρόνια (προσωπική ερμηνεία). Αυτό δηλαδή που οφείλει να προκαλεί η ποίηση. Δεν αμφισβητώ ότι σε κάποια-λίγα- ακούσματα υπήρχε μια φρεσκάδα και ένα πνεύμα και ένα άνοιγμα σε κάτι απροσδιόριστο -και προκλητικό τοιουτοτρόπως- ένα ανεπαίσθητο κάλεσμα σε έναν άλλο κόσμο – που, ναι, είναι στοιχεία που δίνουν τη σφραγίδα ενός καλού ποιητικού δυναμικού αλλά δεν αισθάνθηκα τίποτα δυνατό, πέρα ίσως από μια – και λίγο απρόσμενη- ανάγνωση που πράγματι κάτι εκκίνησε, δεν ένιωσα τίποτα που να με κάνει έστω και λίγο να σαστίσω και να ανατριχιάσω. Και βεβαίως εδώ θα ανακαλούσε κάλλιστα κανείς την κουρτίνα της γιαγιάς φίλτατου δομιστή, και ναι ίσως πολλοί από τους συνακροατές μου να συγκινήθηκαν κύριε Μπαρτ, μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ, εδώ όμως εκφράζω τη δική μου απογοήτευση από τη συγκεκριμένη βραδιά. Συν μια μικρή αμφιβολία για το κατά πόσο ένα ποίημα αναδεικνύεται ή όχι όταν το διαβάζει ο ίδιος ο δημιουργός του. Γιατί ίσως τελικώς αυτά τα ανοίγματα που από κάποια κείμενα λείπανε να υπονομεύτηκαν από την μονομερή ανάγνωση του δημιουργού τους. Είναι άτιμα πράγματα οι λέξεις, σε παρασέρνουν εύκολα σε ναρκισσιστικές διαδρομές εκφοράς τους, σαμποτάροντας περίτεχνα τις κρυφές αρετές και τα πραγματικά μυστήρια των συνδυασμών τους. Με άλλα λόγια μια ασυνείδητη ίσως αυταρέσκεια του ποιητή καθώς διαβάζει το έργο του ενδέχεται να το υποσκάψει. Από την άλλη μπορεί και όχι, μπορεί τελικά μόνο ο ίδιος ο ποιητής να ξέρει πως πρέπει να διαβαστεί το δικό του δημιούργημα. Το θέμα όμως είναι πως μόνο σε κάτι τέτοιες βραδιές το κάνει. Η ποίηση είναι κατά τα άλλα μοναχική διαδικασία, τόσο στην γραφή όσο και στην ανάγνωσή της. Και οι αναγνώστες είναι – αισίως – πολύ περισσότεροι από τον δημιουργό άρα και οι αναγνώσεις απεριόριστες.

Οι ποιητικές βραδιές και εκδηλώσεις πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό στην πόλη μας. Αυτό είναι εντυπωσιακό και ευχάριστο. Μια νέα άνθηση της ποίησης είναι ένας καλός οιωνός πολιτισμού. Από την άλλη το πλήθος των νέων ανθρώπων που αξιώνουν τον τίτλο του ποιητή αυξάνει με ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες, γεγονός που είναι και κάπως τρομακτικό. Γιατί η ποσότητα ποτέ δεν συνεπαγόταν την ποιότητα. Κάτι που μπορεί να δει κανείς στην έκδοση των αναρίθμητων ελληνικών μυθιστορημάτων των τελευταίων ετών εκ των οποίων αυτά που έχουν κάποια λογοτεχνική αξία να καταλαμβάνουν ένα μονοψήφιο ποσοστό.
Θεωρώ την καλή ποίηση τον τελευταίο προμαχώνα της ατόφιας ευαισθησίας, το ύστατο άβατο των θιασωτών της ευκολίας και της μαζικοποίησης της ψυχαγωγίας. Λίγη ρέγουλα λοιπόν γιατί καθ’ όπως φαίνεται κινδυνεύει - όπως έγινε με τα εικαστικά και την υπόλοιπη λογοτεχνία πριν από αυτή- να εκφυλιστεί στο βωμό της μαζικής κουλτούρας.

8.3.10

Και μη παρέκει




Η χώρα μας εγέρασε μωρέ παιδιά. Μπορεί να αντιδρά στιγμιαία στις κατά καιρούς εκδηλώσεις καταπίεσης και διαφθοράς – με κάποια σκουριασμένα αντανακλαστικά- όμως κουράζεται γρήγορα και λησμονεί, αποχαυνώνεται με τσόντες και τηλεοπτικά διαζύγια και κατακάθεται, επαναπαυμένη με τα λίγα και μετά με τα λιγότερα. Σαν ηλικιωμένη ανήμπορη κυρία πάει στις εκλογές υποβασταζόμενη από υποτιθέμενους προστάτες και ψηφίζει αυτό που θα της δώσουν σε φακελάκι στο χέρι, χωρίς να αναρωτηθεί καθόλου για τυχόν άλλες επιλογές. Για να εισπράξει ένα επιδοκιμαστικό ευρωπαϊκό χτύπημα στον ώμο μετά. Good work. Keep walking. Με το πι βέβαια.
Ανατρέχει σε παλαιά αναγνώσματα και λεξιλόγια και ξαφνικά όλοι αρχίζουμε να μιλάμε για πατρίδες, για ελλαδίτσες και για θυσίες «υπέρ του έθνους» -που βέβαια άλλοι αναγκάζονται να κάνουν και άλλοι απλώς δεν θα κάνουν - με τα άμφια και τα κεφάλαια ανέγγιχτα, με ενισχύσεις στις τράπεζες και περικοπές από τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους, υποβαλλόμενοι σε οικονομικούς δήθεν μονόδρομους που θα ενισχύσουν και θα διαιωνίσουν γαρ την ίδια ακριβώς κατάσταση που μας οδήγησε μέχρι εδώ, εγκλωβισμένοι σε στείρες λογικές αδράνειας αφού δεν υπάρχει τίποτα –λέει- άλλο να κάνουμε, έτσι είναι το σύστημα. Γιατί το σύστημα είναι το matrix και από το matrix δεν βγαίνεις. Γιατί με δυο διαδηλώσεις και τρεις απεργίες δεν θα ιδρώσει το αυτί κανενός. Οπότε ΟΚ ας το αντέξουμε κι αυτό. Από το κινηματογραφικό matrix βέβαια τελικά βγήκανε. Αυτά όμως συμβαίνουν μόνο στις ταινίες. Και η δική μας περίπτωση σίγουρα δεν είναι επιστημονικής φαντασίας μάλλον σαπουνόπερα που παίζεται σε κάθε κανάλι καθημερινά. Κι εμείς παρακολουθούμε και ερμηνεύουμε ταυτόχρονα και ανελλιπώς συγκινημένοι τις τραγικές εξελίξεις. Θεατές και πρωταγωνιστές σε ένα σενάριο πλασαρισμένο έτοιμο, που δεν μας δόθηκε ποτέ ουσιαστικά η ευκαιρία να συμμετέχουμε στη γραφή του, όσο κι αν αυτή η ψευδαίσθηση ήταν εξαιρετικά εκτελεσμένη. Πολυάριθμοι κομπάρσοι υπερπαραγωγής, φιλόδοξης να φέρει κέρδος μόνο στα ονόματα των παρασκηνίων.
Σαφώς γνωρίζω πολύ καλά ότι δεν είμαι η μόνη που θυμώνω που πρέπει να πληρώσουμε εμείς τα σπασμένα αλλεπάλληλων αδηφάγων κυβερνήσεων, κουστουμάτων καλοζωισμένων κομπιναδόρων και ευέλικτων καταχραστών. Και που κανείς από τους δημοκρατικούς αντιπροσώπους μας μέχρι τώρα δεν έχει σκεφτεί ή τολμήσεις να διεκδικήσει- όταν το «εθνικό» χρέος έχει φτάσει να απαιτεί ανυποχώρητο λαϊκές θυσίες- την αρωγή του αμύθητου –και τόσο προσφάτως ξεφωνημένου- παγκαριού της εκκλησίας. Και που για μια ακόμα φορά οι διανοούμενοι λουφάζουν (εκτός κι αν είναι να υπερασπιστούν τα δικαιώματα γνωστών εκδοτών να απολύουν συνδικαλιστές). Και που όλος αυτός ο κόσμος που πρόκειται να περάσει τα δύσκολα στο άμεσο μέλλον το έχει πιο εύκολο να σχολιάζει τα τολμηρά «καλλιτεχνήματα» πλατινέ περσόνων, παρά να αντιδρά επίμονα και συστηματικά στα επιχρυσωμένα με φλυαρίες περί πατρίδος κυβερνητικά χάπια. Θέλω όμως και να ελπίζω ότι κάποια στιγμή άμεσα αυτός ο θυμός των όσων θα γίνει πρώτα των όλων και μετά θα υλοποιηθεί σε κάτι πιο συμπαγές και δραστικό. (viva)

3.3.10

Η Frida Kahlo, η Pascal Petit και εγώ

H Pascal Petit είναι ποιήτρια. Ζει στο Λονδίνο και, μεταξύ άλλων, διδάσκει δημιουργική γραφή στην Tate Modern. Έχει γράψει τέσσερα βιβλία και στο πέμπτο της – που κυκλοφορεί στην Αγγλία τον Μάιο του 2010- αποδίδει ποιητικά 52 αγαπημένους της πίνακες της Frida Kahlo με τίτλο
What the Water Gave Me – Poems after Frida Kahlo.

Καθώς η γειτνίαση ζωγραφικής και ποίησης με ελκύει και με συγκινεί τα μάλα, αποτολμώ εδώ, με κάθε συστολή, να μεταφέρω -ελεύθερα και πολύ προσωπικά -στην ελληνική ένα από τα ποιήματα του συγκεκριμένου βιβλίου που μπορεί κανείς να βρει στο blog της

http://pascalepetit.blogspot.com

Πάντα βεβαίως με την πεποίθηση ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ποιητική μετάφραση αλλά μόνο για απόδοση.


H τρυφερή αγκαλιά του σύμπαντος,
η Γη (του Μεξικού), ο Ντιέγκο, Εγώ και ο κύριος Ξολότλ



Όταν ήρθες πάλι σε μένα-

έφτιαξα ένα χέρι από μέρα πράσινη κι ένα από νύχτα καστανή
να αναδύεται από μέσα τους το Μεξικό, με τα φαράγγια του και τις ερήμους του,
τους κάκτους του – αυτούς που μοιάζουν με κηροπήγια.

Και ήμασταν κι εμείς εκεί, μέσα στην αγκαλιά του τόπου μας
Ήσουν εσύ το γυμνό μου μωρό
κάθε στιγμή να ξαναγεννιέσαι με ανοιχτό το μάτι σου το τρίτο

Κι ακόμα κι ο σκύλος μας, ο κύριος Ξολότλ, κουλουριασμένος
ήτανε πάνω στον καρπό του χεριού του απογεύματος,
έτοιμος να κουβαλήσει τις ψυχές μας στον κάτω κόσμο, αν έπρεπε.

Κι έτσι όπως μαζί βυθίζαμε το βλέμμα μας, μακρυά από την εικόνα μας,
είδαμε στο σκοτεινό παράθυρο μια γυναίκα μικρή σε πολυθρόνα αναπηρική
εξορισμένη σε εργαστήρι πέρα κι από το φεγγάρι

ν' ανακατεύει απεγνωσμένα του έρωτα τα χρώματα
μέχρι αυτά ν' αρχίσουνε να πάλλονται-
τα πράσινα του καρπουζιού, τα κόκκινα της πιπεριάς, το πορτοκαλί της κολοκύθας

Εκείνη με βιάση σχεδίασε τα μπράτσα τα θρυμματισμένα
του σύμπαντος -
να μας βαστάνε όλους μαζί

σαν να 'μασταν βουνό που στάζει ρίζες και βράχια.


Για ακόμα περισσότερες πληροφορίες για την Pascal Petit:

http://pascalepetit.co.uk




Και εδώ ο ομώνυμος πίνακας που ενέπνευσε την ποιήτρια.