Αν και η ελεούσα μνήμη μου έχει αυταρχικά διαγράψει σχεδόν όλα τα μίζερα σχολικά μου χρόνια, υπάρχουν κάποια κάδρα που για ανεξήγητους λόγους μπορώ και θυμάμαι με, σχετική πάντα, ευκρίνεια. Σε μία από αυτές είμαι 16 χρονών και ο – φοβερός και τρομερός -φιλόλογός μας αναλύει εξονυχιστικά ένα ποίημα του Ελύτη. Δεν θυμάμαι ποιο. Αυτό που θυμάμαι είναι το πόσο εκνευρίζομαι-έφηβη γαρ και κατά βάση θυμωμένη- για την κατά λέξη προς λέξη ανάλυση ενός κειμένου που είχε φτάσει να με συγκινήσει με έναν εντελώς ασυνείδητο- και μάλλον πρωτόγνωρο για μένα- τρόπο και όχι μέσα από το «κρυμμένο νόημα» που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει ο καθηγητής μου πίσω από τις εύηχες λέξεις. Αναρωτιόμουν λοιπόν τότε- και τώρα καθ’ όπως φαίνεται -γιατί ως μαθήτρια διδασκόμενη ποίηση – το λίγο έστω του σχολικού ανθολογίου- δεν ερωτήθηκα ποτέ όχι τι καταλάβαινα αλλά τι αισθανόμουν (πιστέψτε με αυτό θα το θυμόμουν). Βεβαίως δεν γνωρίζω πλέον πως διδάσκονται τα ποιητικά κείμενα στο σχολείο – αν και είμαι απολύτως σίγουρη, μετά από μια σεβαστή εμπειρία κάποιων χρόνων στην «ειδεχθή» παραπαιδεία, πως, ιδιαίτερα στο Λύκειο, με ό,τι δεν έχει άμεση χρησιμότητα για την εισαγωγή στις Ανώτερες σχολές δε ασχολείται κανείς στα σοβαρά. Αν κρίνω πάντως από τη γενική αντιμετώπιση της ποίησης από τους νέους ανθρώπους δεν πρέπει να έχουν γίνει και ιδιαίτερες αλλαγές. Αν δεν είχαμε τα νόμπελ του Ελύτη και του Σεφέρη οι Έλληνες θα γνώριζαν μόνο τον ποιητή Φανφάρα.
Από την άλλη όμως μήπως και η ποίηση καλοπερνά στις πένες – ή ίσως πια στα πληκτρολόγια- των σύγχρονων ποιητών;
Πέρα από το απαραίτητο και προσφιλές – τόσο πρόδηλο εξάλλου της γενικής αντίληψης - «μαύρα κοράκια άσπρα κοράκια» σχολίου μίας εκ των νεαρών ακροατών-φιλότεχνων γαρ…- πρόσφατης Αθηναϊκής ποιητικής βραδιάς, το συνολικό ακρόαμα είχε απ’ όλα. Λίγη "γυναικεία" ευαισθησία, λίγη κοινωνική αφύπνιση, λίγο -έως πολύ- αισθησιασμό (γυμναστηρίου και μη), λίγο σοκ- λίγο δέος-, λίγο γυμνό, λίγο ρετρό, λίγη διάδραση, λίγη λεξιλαγνεία, λίγο χιούμορ, λίγο λογοπαίγνιο, λίγη πρόζα αλλά κυρίως λίγη μα πάρα πολύ λίγη συγκίνηση. Και όταν λέω συγκίνηση δεν εννοώ μαύρο δάκρυ, αλλά τη συγκίνηση ετυμολογικά, την ψυχική διέγερση – κατά το Λεξικό του Μπαμπινώτη-, αυτό το πράγμα δηλαδή που παθαίνεις όταν ακούς-ή διαβάζεις – κάτι και νιώθεις την καρδιά σου να μετατοπίζεται ένα πόντο, και σου κόβεται –στιγμιαία, πολύ στιγμιαία- η ανάσα-και μπορεί κι ο βήχας -, και βραχυκυκλώνει το μυαλό και μετά σε στοιχειώνει ένας στίχος για ώρες ή ίσως και μέρες και χρόνια (προσωπική ερμηνεία). Αυτό δηλαδή που οφείλει να προκαλεί η ποίηση. Δεν αμφισβητώ ότι σε κάποια-λίγα- ακούσματα υπήρχε μια φρεσκάδα και ένα πνεύμα και ένα άνοιγμα σε κάτι απροσδιόριστο -και προκλητικό τοιουτοτρόπως- ένα ανεπαίσθητο κάλεσμα σε έναν άλλο κόσμο – που, ναι, είναι στοιχεία που δίνουν τη σφραγίδα ενός καλού ποιητικού δυναμικού αλλά δεν αισθάνθηκα τίποτα δυνατό, πέρα ίσως από μια – και λίγο απρόσμενη- ανάγνωση που πράγματι κάτι εκκίνησε, δεν ένιωσα τίποτα που να με κάνει έστω και λίγο να σαστίσω και να ανατριχιάσω. Και βεβαίως εδώ θα ανακαλούσε κάλλιστα κανείς την κουρτίνα της γιαγιάς φίλτατου δομιστή, και ναι ίσως πολλοί από τους συνακροατές μου να συγκινήθηκαν κύριε Μπαρτ, μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ, εδώ όμως εκφράζω τη δική μου απογοήτευση από τη συγκεκριμένη βραδιά. Συν μια μικρή αμφιβολία για το κατά πόσο ένα ποίημα αναδεικνύεται ή όχι όταν το διαβάζει ο ίδιος ο δημιουργός του. Γιατί ίσως τελικώς αυτά τα ανοίγματα που από κάποια κείμενα λείπανε να υπονομεύτηκαν από την μονομερή ανάγνωση του δημιουργού τους. Είναι άτιμα πράγματα οι λέξεις, σε παρασέρνουν εύκολα σε ναρκισσιστικές διαδρομές εκφοράς τους, σαμποτάροντας περίτεχνα τις κρυφές αρετές και τα πραγματικά μυστήρια των συνδυασμών τους. Με άλλα λόγια μια ασυνείδητη ίσως αυταρέσκεια του ποιητή καθώς διαβάζει το έργο του ενδέχεται να το υποσκάψει. Από την άλλη μπορεί και όχι, μπορεί τελικά μόνο ο ίδιος ο ποιητής να ξέρει πως πρέπει να διαβαστεί το δικό του δημιούργημα. Το θέμα όμως είναι πως μόνο σε κάτι τέτοιες βραδιές το κάνει. Η ποίηση είναι κατά τα άλλα μοναχική διαδικασία, τόσο στην γραφή όσο και στην ανάγνωσή της. Και οι αναγνώστες είναι – αισίως – πολύ περισσότεροι από τον δημιουργό άρα και οι αναγνώσεις απεριόριστες.
Οι ποιητικές βραδιές και εκδηλώσεις πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό στην πόλη μας. Αυτό είναι εντυπωσιακό και ευχάριστο. Μια νέα άνθηση της ποίησης είναι ένας καλός οιωνός πολιτισμού. Από την άλλη το πλήθος των νέων ανθρώπων που αξιώνουν τον τίτλο του ποιητή αυξάνει με ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες, γεγονός που είναι και κάπως τρομακτικό. Γιατί η ποσότητα ποτέ δεν συνεπαγόταν την ποιότητα. Κάτι που μπορεί να δει κανείς στην έκδοση των αναρίθμητων ελληνικών μυθιστορημάτων των τελευταίων ετών εκ των οποίων αυτά που έχουν κάποια λογοτεχνική αξία να καταλαμβάνουν ένα μονοψήφιο ποσοστό.
Θεωρώ την καλή ποίηση τον τελευταίο προμαχώνα της ατόφιας ευαισθησίας, το ύστατο άβατο των θιασωτών της ευκολίας και της μαζικοποίησης της ψυχαγωγίας. Λίγη ρέγουλα λοιπόν γιατί καθ’ όπως φαίνεται κινδυνεύει - όπως έγινε με τα εικαστικά και την υπόλοιπη λογοτεχνία πριν από αυτή- να εκφυλιστεί στο βωμό της μαζικής κουλτούρας.
16.3.10
Σκέψεις μετά από μια βραδιά ποίησης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
ανοίγει η αγορά: εκδηλώσεις, εβδομάδες ποίησης, σλαμ, επί πληρωμή σεμινάρια 'δημιουργικής γραφής', ένας χαμός
για να δούμε τι θα βγει απ' όλ' αυτά
το πρόβλημα είναι΄ότι απ' όλα αυτά συνήθως κερδισμένη βγαίνει μόνο η αγορά -όπως λες
νομίζω πάντως ότι σημειώνονται και παράπλευρες απώλειες :)
Δημοσίευση σχολίου