14.5.09

Nam June Paik




Με αφορμή το μεγάλο αφιέρωμα στον πολύ αγαπημένο fluxus καλλιτέχνη Nam June Paik που ξεκινά απόψε με το Athens Video Festival ανεβάζω εδώ ένα κείμενο που είχα γράψει μετά τον θάνατό του πριν 3 χρόνια, μέρος του οποίου είχε τότε δημοσιευτεί στη LIFO.



"As collage technique replaced oil paint, the cathode-ray tube will replace the canvas."
Nam June Paik , 1965

Μια μέρα του Οκτώβρη του 1965, ο Πάπας Παύλος VI επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη. Την ίδια εκείνη μέρα, ο Nam June Paik αγοράζει την πρώτη του Sony Portapret, μια από τις πρώτες βιντεοκάμερες που μόλις έχουν βγει στην αγορά, και βιντεοσκοπεί μέσα από το ταξί του την πομπή του Πάπα στην πόλη, που έχει μποτιλιάρει όλη την 5η Λεωφόρο. Εκείνο το βράδυ -όπως λέει ο μύθος- στο Café a Gogo –jazz bar και στέκι των τότε πιο εναλλακτικών καλλιτεχνικών κύκλων της Αμερικάνικης μητρόπολης- η βιντεοσκοπημένη πομπή προβάλλεται και με αυτό τον τρόπο πραγματοποιείται από τον Κορεάτη καλλιτέχνη η πρώτη video art προβολή στην ιστορία των εικαστικών τεχνών.
Μια νέα εποχή για την τέχνη ξεκινά και ο Nam June Paik στέφεται-αδιαμφισβήτητα- πατέρας της video art.
Γεννημένος το 32’ στη Σεούλ, δυναμικά εφοδιασμένος με σπουδές μουσικής, τέχνης και φιλοσοφίας και έχοντας κάνει την διατριβή του στον –πρωτεργάτη της ατονικής μουσικής-Arnold Schoenberg, ο Nam June Paik φτάνει στη Γερμανία το 1956 όπου και θα συνδεθεί με δυο από τις σημαντικότερες μετέπειτα επιρροές του, όσον αφορά στην ενασχόλησή του με την ηλεκτρονική τέχνη, τον Karlheinz Stockhausen και τον John Cage-ηγετικές φυσιογνωμίες αμφότεροι, στην πειραματική μουσική. Η επαφή του ιδιαίτερα με τον Cage-αφοριστικά καινοτόμο και ευφυή συνθέτη αλλά και πρωτοπόρο performer- θα υπάρξει καταλυτική καθώς ο νεαρός Paik στρέφεται στη συνέχεια υπό την επήρειά του στη σύνθεση και την performance.
Δεν αργεί να εισέλθει στο fluxus-το περίφημο κίνημα αντι-τέχνης που στοιχειώνει την καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής-μετά από πρόσκληση του ίδιου του ιδρυτή του, George Maciunas.
Αξιομνημόνευτη το 62’ στο πρώτο φεστιβάλ Fluxus στο Wiesbaden της Δυτικής Γερμανίας η ιδιαίτερη ερμηνεία που δίνει στο έργο του συνθέτη Le Monte Young, του οποίου η παρτιτούρα έλεγε μόνο «Σχεδιάστε μια ευθεία γραμμή και ακολουθήστε την». Ο Paik βούτηξε χέρια κεφάλι και γραβάτα σε ένα μπολ με μελάνι και ντοματοχυμό και τα τράβηξε κατά μήκος μιας ευθείας πάνω σε λευκό χαρτί. Η performance αυτή γνωστή ως Zen for head δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα της fluxus αισθητικής που ασπάζεται αλλά και της ικανότητάς του να πραγματοποιεί εναλλακτικές αναγνώσεις στα πράγματα.
Εμμένοντας τόσο στο Ζεν όσο και στο πνεύμα του fluxus, λίγο αργότερα, δίνει τη δική του εκδοχή στα Μαντσονικά άχρωμα παρουσιάζοντας το απόλυτα μινιμαλιστικό φιλμ Zen for films –τίποτα παραπάνω από τριάντα λεπτά εντελώς ακατέργαστου φιλμ!-, βγάζοντας τοιουτοτρόπως περιπαικτικά τη γλώσσα σε έναν ολόκληρο μηχανισμό κινηματογραφικής παραγωγής …
Η άφιξη του video είναι για αυτόν –και για πολλούς άλλους σύγχρονούς του καλλιτέχνες με τις ίδιες ανησυχίες- μια νέα διάσταση για τους πειραματισμούς του πάνω στη μνήμη, την αμεσότητα, το εφήμερο και το χρόνο γενικά-προβληματισμός που τον απασχολεί με συνέπεια σε όλο του το έργο. Συχνά αναφέρεται στη δουλειά του ως Time art (Χρονική τέχνη) και αρνείται να την ταξινομήσει σε οποιοδήποτε άλλο είδος.
Μέσα σε ένα χωροχρόνο έντονων κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων – δεκαετία του 60’ στις Ηνωμένες Πολιτείες - και με την τεχνολογία να αναπτύσσεται ιλιγγιωδώς και σχεδόν ανεξέλεγκτα, ο Κορεάτης καλλιτέχνης –με αναπόφευκτες λόγω της γενέτειρας του τις επιρροές από την ανατολική κουλτούρα, η οποία αποδέχεται και βιώνει οργανικά τις αλλαγές μέσα από τη Ζεν φιλοσοφία - ξεκινά μια διαδικασία κατανόησης και αφομοίωσης της τεχνολογίας αυτής, για να μπορέσει στη συνέχεια να την εντάξει λειτουργικά στο καλλιτεχνικό του ιδίωμα.
Βασικό του όργανο, η άρτι αφιχθείσα τω καιρώ εκείνο τηλεόραση, που έχει επιδείξει μια εντυπωσιακή «εισβολή» στον αστικό τρόπο ζωής της εποχής. Σαγηνεμένος ήδη από την παιδική του ηλικία, από το ραδιόφωνο, δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από το μαγικό κουτί. Τη χρησιμοποιεί, τη μετατρέπει, επεμβαίνει μοναδικά σε αυτή, την αμφισβητεί, την αναθεωρεί και την επαναπροσδιορίζει. Η τηλεόραση γίνεται –θα έλεγε κανείς-η μούσα του.
Στην πρώτη ατομική του έκθεση το 1963-Exposition of music electronic television- χρησιμοποιεί σκορπισμένες μέσα σε ένα δωμάτιο δεκατρείς οθόνες τηλεόρασης με διαστρεβλωμένο σήμα προκαλώντας τους θεατές να αντιμετωπίσουν τον νέο αυτό θεσμό της ζωής τους και του σπιτιού τους με μια άλλη ματιά. Είναι μόνο η αρχή μιας ολόκληρης σειράς έργων και performances στην ίδια θεματική. Χαρακτηριστικά μόνο μπορούμε να αναφέρουμε εδώ μερικά, TV chair, TV garden, TV clock, Magnet TV, Participation TV.
Επίμονος μελετητής της τεχνολογίας αλλά και αδιάκοπα αμφισβητίας αυτής o Paik πειραματίζεται με το video, την τηλεοπτική εικόνα και όλες τις μορφές ψηφιακής εικονοπλασίας προκειμένου να δημιουργήσει νέα εικαστικά αλφάβητα, νέες προοπτικές δημιουργίας και δυναμικές έκφρασης. Η εξέλιξη σε συνδυασμό με τη γνώση είναι τα σημαντικότερα στοιχεία της φιλοσοφίας του στη ζωή και στην καριέρα του. Σε όλη του την καλλιτεχνική πορεία δεν έμεινε ποτέ στάσιμος, αλλά ακολουθούσε καταπόδας τα τελευταία τεχνολογικά επιτεύγματα, μελετώντας τα και επεμβαίνοντας δημιουργικά σε αυτά με έναν προσωπικό, ιδιαίτερο τρόπο. Ο ευέλικτος και αποτελεσματικό χειρισμός των νέων μέσων γινόταν εφικτός μέσα από συνεργασίες με διάφορους επιστήμονες όπως ο Shuya Abe-συνεργάτης του στην κατασκευή του πρώτου video synthesizer- ή ο Norman Ballard-στο μεταγενέστερο Post video project όπου πειραματίζεται με τεχνολογίες laser.
Παράλληλα όμως με αυτό το θαυμασμό προς το καινούριο, δεν παύει να αναπτύσσει και έναν σκεπτικισμό προς την αβίαστη αποδοχή της τεχνολογίας από την κοινωνία.
Δεν αντιστέκεται στις αλλαγές- Ζεν γαρ- αλλά προσκαλεί τον κόσμο να τις βιώσει μαζί του, να τις αποδεχτεί αφού όμως τις έχει γνωρίσει και κατανοήσει. Μέσα από αυτή την εμπειρία των αλλαγών διαβλέπει μια οξύτερη αίσθηση του κόσμου. Δεν αφήνει την τεχνολογία να τον ελέγξει και να τον περιορίσει –αλλά την ελέγχει και την καθοδηγεί αυτός, ανακαλύπτοντας μια σχεδόν ουμανιστική πλευρά της, μετατρέποντάς την σε καλλιτεχνικό μέσον, προκαλώντας έτσι ένα διάλογο μεταξύ αυτής και της τέχνης.
Η τάση του να αμφισβητεί τα πράγματα δεν μπορεί να αφήσει απ΄ έξω και την ίδια την τέχνη. Σε συνέντευξη δηλώνει προκλητικά, σχεδόν ντανταϊστικά:
«Η τέχνη είναι απάτη. Πρέπει μόνο να κάνεις κάτι που δεν έχει κάνει κανείς άλλος»

Συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του καιρού του. Εκτός από τον Cage, τον Le Monte Young και τον Stockhausen οι συνεργασίες του περιλαμβάνουν ονόματα από τον Joseph Beuys και τον Merce Cunningham μέχρι την Laurie Andersen, τον David Bowie και τους Living Theater.

Η πιο μακροχρόνια και γόνιμη βέβαια συνεργασία του ήταν με την τσελίστρια και performer Charlotte Moorman, μια συνεργασία που κράτησε από το1964 μέχρι το θάνατό της το 1991. Οι performances τους συνδύαζαν το ανθρώπινο δυναμικό με τα τεχνολογικά μέσα, με τη χρήση οθονών και ειδικά επεξεργασμένων ψηφιακών μουσικών οργάνων. Στις δουλειές αυτές ο Paik σχολιάζει και αμφισβητεί τους παραδοσιακούς τρόπους εκτέλεσης, ακρόασης και αντίληψης της μουσικής-προβληματισμό που προφανώς έχει υιοθετήσει και μοιραστεί με τον Cage.
Με ότι και να ασχολείται ο Paik η λογική της performance τον στοιχειώνει. Ακόμα και στα έργα όπου η ανθρώπινη παρουσία λείπει, η παρουσία των εκάστοτε συσκευών είναι σχεδόν οργανική. Γρήγορα εναλλασσόμενες εικόνες και ήχοι σκηνοθετούν απροσδόκητες παρουσίες – θα έλεγε κανείς ότι οι οθόνες γίνονται οι performers του.
Το 1993 εκπροσωπεί τη Γερμανία στη Μπιενάλε της Βενετίας (μαζί με τον Hans Haake) και το 2000 το Guggenheim της Νέας Υόρκης του κάνει αναδρομική έκθεση όπου και παρουσιάζεται η τελευταία του δουλειά με τα laser.

O Nam June Paik έφυγε στις 29 Ιανουαρίου 2006 αφήνοντας “ορφανή” αλλά, χάρη σ΄ αυτόν, καλά εφοδιασμένη τη video art. Στη Νέα Υόρκη, τη Γερμανία, την Ιαπωνία, την Κορέα με αφορμή τον θάνατό του πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη σειρά εκδηλώσεων προς τιμήν του.

Για περισσότερες πληροφορίες http://www.paikstudios.com