2.4.09

ΣΥΝΑΞΙΣ





Τον αγαπάω το Μαρμαρινό. Η πρώτη δική του παράσταση που μου έτυχε στα αθώα νιάτα μου ήταν ο Ρομαντισμός- τω καιρό εκείνο, αδυνατώ να θυμηθώ χρονολογία, θυμάμαι μόνο ότι ήταν στο θέατρο Ιλίσια ακόμα- δεν μπορούσα να μιλήσω για ώρα μετά, ήταν μια νέα γνωριμία με το θέατρο. Από τότε τον παρακολουθώ με κατανυκτική συνέπεια, δηλώνω χωρίς καμία γλωσσική συστολή το βαρύγδουπο-και ενδεχομένως ασυνήθιστο για το θέατρο- Οπαδός με την απολύτως θρησκευτική του έννοια –είναι εξάλλου εμφανέστατο –και γοητευτικότατο- στις παραστάσεις του το στοιχείο της τελετουργίας, το από καιρό, δυστυχώς, απολωλός στις σύγχρονες εικαστικές και παραστατικές τέχνες.
(δηλώνω επίσης απερίφραστα Οπαδός του Μπόρχες και του Φελίνι, του Λέοναρντ Κοέν και του Ντυσάμπ, του Βάλτερ Μπένγιαμιν και του Παύλου Μάτεσι για να απαριθμήσω μερικούς ακόμα από τη λίστα λατρείας που έχουν επηρεάσει δραστικά το γούστο και τον τρόπο σκέψης μου).

Άφοβος στον πειραματισμό και στις ιδιότυπες θεματικές, με μια εμμονή και ένα σεβασμό στις άφθονες υποκειμενικότητες της ανθρώπινης ύπαρξης, ενδεχομένως ενίοτε απρόσιτος αλλά με το τεράστιο χάρισμα να σε κάνει να Αισθάνεσαι εντόνως βγαίνοντας από τις παραστάσεις του που σε στοιχειώνουν για καιρό.

Οι Βίοι αγίων ήταν μια σύναξη με την εκκλησιαστική έννοια. Ένα μάζεμα εν δυνάμει μυστών της θεατρικής τέχνης προκειμένου να ακροαστούν το ιδιότυπο συναξάρι που έπλεξε ο σκηνοθέτης με μπούσουλα τον Συναξαριστή του Άγιου Nικόδημου του Aγιορείτη και κυρίως τοπίο το έργο του ιδιότυπου φαρμακοποιού ψυχών (και σωμάτων) Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (ο οποίος βεβαίως και είχε ασχοληθεί και εμπνευστεί τα μάλα από τον Συναξαριστή).
Συναξάρι γαρ: σύντομη ή εκτενέστερη αφήγηση με αντικείμενο τα μαρτύρια και τους μάρτυρες της πίστης αλλά και γενικότερα βίους αγίων, οσίων ιεραρχών, ιστορικές αφηγήσεις για θρησκευτικές εορτές κλπ που περιλαμβάνονται στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας και χρησιμοποιείται τη λειτουργία του όρθρου, (μτφ). μακροσκελής και κουραστική αφήγηση πραγμάτων που δεν ευσταθούν (…) λέξη που οφείλεται στο γεγονός ότι διηγήσεις τέτοιου είδους διαβάζονταν στις συνάξεις των μοναχών.
(Πηγή: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη)

Μια συζήτηση/ διακήρυξη λοιπόν για το φορτίο της αγιότητας για τους σημερινούς καθημερινούς αγίους, για την εκάστοτε ιερότητα των τετριμμένων, για την τελετουργία μιας φαινομενικά ασήμαντης πράξης-όπως το άναμμα ενός τσιγάρου- ή ενός βλέμματος, για τον εγωισμό, το άπατο εγώ, τον –άγνωστο- Άλλο, τη λύτρωση μιας συγνώμης ή πολλών ή την άρνηση όλων αυτών. Για την βαθιά ανάγκη για πίστη και αφοσίωση, για ανθρώπινη επαφή. Μέσα από τα ιδιόρρυθμα μη αφηγηματικά σχήματα του Μαρμαρινού που απευθύνονται ως επί το πλείστον σε συναισθηματικούς συνειρμούς παρά σε λογικές αναλύσεις σκηνών και που ως εκ τούτου απαιτούν επιτακτικά μια γενναιόδωρη άφεση μυαλού και αισθήσεων δίχως την οποία όλα μοιάζουν απροσέγγιστα- μακροσκελής και κουραστική αφήγηση πραγμάτων που δεν ευσταθούν…- η παράσταση μπορεί να είναι εντόνως φορτισμένη και ερμητική ωσάν τελετή ή ρευστή και υπαινικτική ώστε να υποτάσσεται στα βιώματα του καθενός.
Εναπόκειται στη διάθεση του θεατή…