2.9.08

Το κοινό καλό και το κακό κοινό

Η Επίδαυρος φέτος δεν μου έκατσε καλά. Δύο παραστάσεις πήγα να δω και οι δυο απογοητευτικότατες. Από τη μία οι τρανοί Αριστοφανικοί Βάτραχοι στην έκδοση λαϊκής τηλεοπτικής σαπουνόπερας του Δημήτρη Λιγνάδη και από την άλλη ο άνισος και ασυνάρτητος Ορέστης του Ευριπίδη από τον Slobodan Unkovski. Ο Ορέστης με κούρασε, οι Βάραχοι με θύμωσαν. Και στις δύο έφυγε πολύς κόσμος –στον Ορέστη κολάστηκα ομολογώ να φύγω κι εγώ, στους Βατράχους δεν είχα εναλλακτική, έπρεπε να μείνω για άλλους λόγους. Και στις δυο επίσης ο κόσμος –γύρω μου τουλάχιστον-εκδήλωνε μια εξαιρετικά εκνευριστική συμπεριφορά. Κατά πρώτον όχι μόνο δεν έκλεινε τα κινητά του τηλέφωνα, τα οποία χτυπούσαν κάθε τόσο, αλλά μιλούσε ανετότατα κατά τη διάρκεια της παράστασης –συγκεκριμένα στη δεύτερη παράσταση μια κυρία από πίσω μου μετά από πεντάλεπτη τηλεφωνική συνδιαλλαγή και πολλές άγριες ματιές από εμένα και άλλους εκνευρισμένους θεατές γύρω της, ζήτησε από τον τηλεφωνικό συνομιλητή της να μιλάει σιγανότερα για να μην ενοχλεί (!!??), κυριολεκτώ το ορκίζομαι- κατά δεύτερον άλλαζε θέσεις χωρίς να σκέφτεται ότι ενοχλεί τους από πίσω, μιλούσε δυνατά με τους διπλανούς του και εν ολίγοις, μόνο πατατάκια δεν μασουλούσε-κάποια στιγμή το φοβήθηκα και αυτό.
Δεν γιουχάισε πάραυτα. Ούτε στη μία ούτε στην άλλη.
Στη Μήδεια δεν πήγα. Έλλειπα πλέον για διακοπές, αλλιώς θα πήγαινα. Και μετά από όσα άκουσα και διάβασα πάλι θα πήγαινα. Το χειρότερο εξάλλου για μια παράσταση είναι να περάσει απαρατήρητη. Η αλήθεια είναι ότι το γεγονός του γιουχαΐσματος στην Επίδαυρο αρχικά με σόκαρε. Σε συνδυασμό όμως με το κοινό που συνάντησα φέτος εγώ, τελικά με προβλημάτισε. Γιατί το κοινό φέτος επέλεξε να γιουχαΐσει τον Βασίλιεφ έναν τόσο καλλιεργημένο και ανήσυχο δημιουργό που πειραματιζόταν– προφανώς και δυστυχώς όχι με επιτυχία- για να δώσει μια νέα ανάγνωση στη Μήδεια, και όχι τον υπερφίαλο Λιγνάδη που προκειμένου να γίνει super star ισοπέδωσε ανένδοτα υπό το πρόσχημα της εκλαΐκευσης ένα τόσο αιχμηρό κείμενο όσο οι Βάτραχοι? Γιατί το κοινό αυτό «έκραξε» ζωντανά την πάντα αξιοπρεπή και αξιόλογη Κονιόρδου για τη συμμετοχή της στην παράσταση και γέλαγε όταν ο σκηνοθέτης των Βατράχων εξευτέλιζε τη Γουλιώτη και τον περσινό της ρόλο-την Ηλέκτρα του Stein…- επί σκηνής? Θα μου πείτε, ενδεχομένως το κοινό που πήγε μέσα στο κατακαλόκαιρο να δει Βασίλιεφ δεν θα ήταν το ίδιο με αυτό που πήγε στον εύκολο και πολυδιαφημισμένο Λιγνάδη-αλλά πάλι ένα τόσο απαιτητικό κατά συνέπεια κοινό, άρα και πληροφορημένο περί του σκηνοθέτη και φαντάζομαι και περί της διάρκειας της παράστασης γιατί να φτάσει σε σημείο συμπεριφοράς γηπέδου και να μην αρκεστεί στο κάτω κάτω σε μια αναχώρηση-αφού δυσανασχέτησε με την διάρκεια-ή σε ένα χλιαρό χειροκρότημα ή έστω στην άρνηση χειροκροτήματος? Τελικά πόσο ανεχτικός είναι ο «πολιτισμένος» Έλληνας στο εντελώς καινούριο και στον πειραματισμό? Και πόσο «πολιτισμένος» είναι ο Έλληνας που πάει στην Επίδαυρο? Και τελικά τι σημαίνει πολιτισμένος…
Συμπαθώ τους ηθοποιούς όπως και όλους όσους έχουν τα κότσια και το στομάχι να εκθέτονται άμαχοι στο αδηφάγο κοινό, τους καλλιτέχνες δηλαδή εν γένη. Δεν έχω φύγει ποτέ από παράσταση αν και πολλές φορές το έχω σκεφτεί, διότι το θεωρώ πολύ σκληρό για τους συντελεστές. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι δεν το αναγνωρίζω ως αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του κάθε θεατή να αρνηθεί κάτι που τον κουράζει. Είναι μια δική μου ευαισθησία που έχει να κάνει και με μια θολή και αόριστη προσωπική ενασχόληση με τα καλλιτεχνικά πράγματα. Δεν πιστεύω όμως στο παντοδύναμο κοινό, στο απαίδευτο και υπεροπτικό κοινό, το μαθημένο στην τηλεοπτική ευκολία που απορρίπτει ό,τι δεν καταλαβαίνει γιατί αν αυτό όριζε τα πράγματα τότε θα έπρεπε να έχουν απορριφθεί μεγάλα έργα της εικαστικής λογοτεχνικής και παραστατικής δημιουργίας. Καλλιτέχνες όπως ο Ντυσάμπ, λογοτέχνες όπως ο Τζόις, χορογράφοι όπως η Πίνα Μπάους, μουσουργοί όπως ο Σατί, καλλιτέχνες που έδωσαν ώθηση στην δημιουργία και την πήγαν κάμποσα βήματα παραπέρα, δεν προσεγγίζονται εύκολα από το μέσο θεατή, θέλουν παιδεία και ενασχόληση με το είδος και προσπάθεια, κάτι που ο έλληνας θεατής, αναγνώστης ή ακροατής αρνείται να κάνει, καλομαθημένος όπως είναι από την καθημερινή καραμέλα της τηλεόρασης και της ρηχής λογοτεχνίας.
Δεν επιχειρώ συγκρίσεις. Δεν είδα την παράσταση και δεν μπορώ επομένως να εκφέρω γνώμη γι’ αυτή, ούτε καν δύναμαι να εικάσω αν ήταν καλή ή κακή. Και επειδή εδώ μέσα είναι τόπος όπου καταθέτω την προσωπική μου άποψη, δεν πιστεύω ότι αυτή η παράσταση ήταν χειρότερη από τους Βατράχους που ναι μεν δεν έλαβαν διθυραμβικές κριτικές αλλά ούτε γιουχαΐστηκαν. Και για να μη παρεξηγούμαι καλώς έγινε και δεν γιουχαΐστηκαν γιατί αυτό ακριβώς είναι που καταδικάζω.