27.9.07

Beuys just wanna have fun




Πρώτα πρώτα πρέπει να ομολογήσω ότι αγαπώ τις μεγάλες διοργανώσεις τέχνης. Ίσως να είναι στερητικό από τα όψιμα μετεφηβικά μου χρόνια όταν ψευτο-χόρταινα τις ιδιάζουσες καλλιτεχνικές ορέξεις μου με τις περιορισμένες και αποστειρωμένες εκθέσεις της Εθνικής πινακοθήκης- άντε και καμιά εκδήλωση στην ΑΣΚΤ στη χάση και τη φέξη- και με ατέρμονες βόλτες στις λίγες, τότε, και μετριοπαθείς Αθηναϊκές γκαλερί. Ευτυχώς τα τελευταία δέκα χρόνια τα πράγματα έχουν αλλάξει. Πέρα από τις αίθουσες τέχνης, που πληθαίνουν μέρα με την μέρα με γεωμετρική πρόοδο, έχουμε ευχαριστηθεί επαρκώς μεγάλες εκθέσεις και κυκλοφορεί η υποψία ότι ίσως πλέον σ’ αυτό τον χώρο να μπορούν να ευδοκιμήσουν ακόμα και φιλόδοξα σχέδια. Στο κάτω κάτω έχουμε ζήσει και μια Outlook και φέτος πλέον δύο –παρακαλώ- Biennale. Ανεξάρτητα λοιπόν από το τι περίμενα και τι τελικά μου άρεσε, χάρηκα που επιτέλους είδα τόση σύγχρονη τέχνη μαζεμένη μόνο τρεις στάσεις του μετρό μακριά από το σπίτι μου (ούτε αεροπλάνα, ούτε τραίνα).
Σαφώς και δεν θα μπορούσα να έχω απαιτήσεις εύρους Βενετίας ή Kassel οπότε και δε δηλώνω καμία διάθεση να παραπονεθώ για τη διοργάνωση και την «υποστήριξη» του όρου Biennale που οι Χ Υ Ζ (όπως οι διοργανωτές αρέσκονται να υπογράφουν) διάλεξαν να δώσουν στην έκθεσή τους. Θεωρώ ότι έχουν το ακαταλόγιστο της παρθενικής φοράς και -γιατί όχι-της αποκοτιάς τους να είναι οι πρώτοι που πήραν την απόφαση να το κάνουν.
Προσπερνώ καλοπροαίρετα λοιπόν το γεγονός ότι ένα από τα πιο αγαπημένα μου έργα του Κεσσανλή σχεδόν εξαφανίζεται λόγω του στησίματός του και αρνούμαι πεισματικά να σχολιάσω περαιτέρω την τόσο κεντρική επίδειξη κακογουστιάς και κιτς μεγαλεπήβολης ευκολίας του Φαϊτάκη, σε αυτό τον ανεκδιήγητο συνδυασμό με το ναι μεν ιστορικό, αλλά κατά τα άλλα αδιάφορο σχέδιο του Πικάσο.
Σίγουρα δεν θα πρωτοτυπήσω αναφέροντας πόσο επιτυχημένη επιλογή εισόδου μου φάνηκαν οι διαδοχικές ανατινάξεις των Rosefeldt και Steinle σε αντίθεση με τις παρωχημένες κλισέ μανιφεστοειδείς εγκαταστάσεις του Κενού Δικτύου-που πολύ θα ήθελα να ξέρω πως καταφέρνουν και παρεισφρέουν παντού- που ακολουθούν.
Το έργο του Σαββίδη με εντυπωσίασε με το εννοιολογικό του υπόβαθρο-ένα τριπλό προωθημένο πολεοδομικό what if- αλλά και με την τεχνική του αρτιότητα και στην ίδια «μέρα» ξεχώρισα επίσης τη δουλειά του Ρουμάνου Muresan εμπνεόμενη στο πνεύμα του μεταμοντέρνου από το περίφημο γλυπτό του Κatalan «Η ένατη ώρα».
Ουσιαστικότατο σχόλιο στη λογοκρισία, τη θέση της τέχνης, το ρόλο των media, το επιβαλλόμενο πρέπον και τη στάση της διανόησης, το «Inner time of television» των Otolith Group είναι ίσως το καλύτερο έργο της έκθεσης.
Η εντυπωσιακή εγκατάσταση του De Jong με τους αρλεκίνους, αν και με την ευκολία του μεγέθους, είναι έργο ευαίσθητο και τελικά εκφραστικά αποτελεσματικό κάτι που δε συμβαίνει αναλόγως με τα γύρω του παρωχημένα ζωγραφικά των Klechner και Βαρελά.
Για άλλη μια φορά ο Τότσικας στέκεται θαυμάσια άμεσος και ανελέητος και η Σαγρή εκνευριστικά εγωπαθής και αυτοαναφορική.
Στην εγκατάσταση των assume vivid astro focus διασκέδασα αρκετά ώστε να γειωθώ όσο έπρεπε με το μηδενιστικό σκηνικό των Kimberly Clark και το σκληρό αλλά εύστοχα πολιτικό βίντεο του Ozgen (επίσης από τα καλύτερα της έκθεσης).
Στην «έκτη μέρα» ξεχώρισα το σύντομο αλλά δυνατό βιντεάκι της Pong και βέβαια τη δουλειά με την οποία κλείνει η έκθεση, το λιτό αλλά ανατριχιαστικό έργο της Μυλωνά. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις αποδεικνύουν τη δύναμη του λακωνικού στην τέχνη. (Ο Borges είχε πει κάποτε ότι δε βλέπει το γιατί να γράφει κανείς πολυσέλιδα μυθιστορήματα όταν ο,τιδήποτε μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί και με ένα σύντομο διήγημα…)
Χάρηκα επίσης πολύ που είδα έργα του Gober, του Bock (αν και δεν είχα τις ψυχικές αντοχές να το δω ολόκληρο) και του Jarman (απλώς συγκλονιστικό).