Ένας από τους λόγους που θέλησα να δω τον Τζον Γαβριήλ Μπόργκμαν, στην παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών, ήταν η γνωριμία μου με το συγκεκριμένο κείμενο του Ίψεν που δεν είχε τύχει να ξαναδώ ανεβασμένο. Ομολογώ ότι ήταν και το μοναδικό που αποκόμισα από την χθεσινή παράσταση. Μετά από έναν αγώνα δρόμου στην πηγμένη Πειραιώς, και με το άγχος ότι δεν θα προλαβαίναμε την παράσταση, φτάσαμε στην κατάμεστη αίθουσα – από καιρό εξαντλημένα τα εισιτήρια – με μάλλον υπέρογκες προσδοκίες για την «ανατρεπτική» παράσταση του Thomas Ostermeier, που δεν ευοδώθηκαν στο ελάχιστο. Σαφέστατα είναι αξιομνημόνευτο πόσο σύγχρονο δείχνει ένα κείμενο 100 χρονών και δεν αμφισβητώ ότι, για τις μέρες που διανύουμε, ήταν μια πολύ εύστοχη επιλογή θεματικά εφ’ όσον διαπραγματεύεται, μεταξύ άλλων, το πώς επηρεάζονται οι ανθρώπινες σχέσεις από τις οικονομικές κρίσεις και το πώς η απόκτηση του πλούτου διαμορφώνει ηθική. Από κει και πέρα όμως η παράσταση μου φάνηκε ατελείωτη, η σκηνοθετική ματιά –που θα περίμενε κανείς να είναι τουλάχιστον καινοφανής αν όχι η πλέον ρηξικέλευθη σε ένα τόσο ρεαλιστικό και ηθογραφικό κείμενο, ώστε να δικαιολογεί το ανέβασμά του- παραμένει για μένα ένα μυστήριο- εκτός βεβαίως εάν εξαντλούταν στις μεγάλες αμήχανες σιωπές, στο μονότονο τέμπο που έσπασε δύο ή τρεις φορές από αδιάφορες και άτσαλες εντάσεις και στα ακατανόητα στριφογυρίσματα των ερμηνευτών στη σκηνή - και οι ερμηνείες- ίσως μόνο αν εξαιρέσουμε την Γκούνχιλ – μέτριες έως κακές (όπως αυτή του Έρχαρτ). Η «αιχμηρή» χρονική μετατόπιση της δράσης στο σήμερα έγινε μέσα από ένα συμβατικό και υπέρ το δέον εύκολο σκηνικό -η αποπνιχτική ατμόσφαιρα της έπαυλης και της μοναξιάς των δύο γυναικών υπαινισσόταν από καπνούς!- και άχρωμα κουστούμια. Πέραν όλων τούτων ακόμα και η παρακολούθηση του κειμένου γινόταν μετ' εμποδίων με τους υπέρτιτλους να αναβοσβήνουν και να αφήνουν διάφορα κομμάτια αμετάφραστα. Για κάποιον μυστήριο λόγο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης ο κόσμος βρισκόταν σε μια ανησυχία, έπεφταν πράγματα, καρέκλες μετακινούνταν-καθώς οι θέσεις στη συγκεκριμένη αίθουσα (Η) είναι εξαιρετικά άβολες και η ορατότητα όχι η καλύτερη – γεγονός που την έκανε πραγματικό μαραθώνιο. Παρόλα αυτά πρέπει να αναγνωρίσω ότι για πρώτη φορά σε παραστάσεις που παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια, δεν χτύπησε ούτε ένα κινητό (μόνο ένα μήνυμα κοντά στο τέλος, αλλά αυτό είναι ασήμαντο σε σχέση του τι έχω κατά καιρούς ζήσει σε ανάλογες περιστάσεις). Τα τόσο θερμά χειροκροτήματα στη λήξη βεβαίως με έβαλαν σε κάποιες σκέψεις για την θεατρική παιδεία τόσο τη δική μου όσο και των υπολοίπων παρ’ όλα αυτά η κούραση -και η απογοήτευσή μου -, από μια παράσταση που πραγματικά αδημονούσα να δω, ήταν τόση που ο μόνος προβληματισμός που επικράτησε εντέλει ήταν σχετικά με το λόγο ύπαρξης αυτής…
28.6.10
Η κρίση στη σκηνή
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)