29.9.09

In dire(ct) democracy




We won't do it without the roses


Σε ένα από τα πρώτα του και πιο γνωστά διηγήματα στο Ένα ρόδο για την Έμιλι ο Φόκνερ περιγράφει την μάλλον ανατριχιαστική ιστορία της αλύγιστης γεροντοκόρης Έμιλι που προκειμένου να κρατήσει κοντά της φευγάτο και μάλλον μπερμπάντη γαμπρό τον δηλητηριάζει με αρσενικό και διατηρεί το πτώμα του στο νυφικό κρεβάτι μέχρι το θάνατό της οπότε και αποκαλύπτεται. Το πτώμα στο εντωμεταξύ σαπίζει με συνέπεια βεβαίως, αλλά η, πεισματικά προσκολλημένη σε ένα ένδοξο οικογενειακό παρελθόν, Έμιλι καλύπτει ως ένα σημείο επιτήδεια τις προδοτικές ύποπτες μυρωδιές-τα υπόλοιπα των οποίων ενδεχομένως και να συνηθίστηκαν κάποια στιγμή από τον κόσμο- πεθαίνοντας εντέλει με την ικανοποίηση ότι κράτησε κοντά της για πάντα τον νυμφίο...
Το 1972 στην Documenta 5 η συμμετοχή του Μπόυς γίνεται με ένα “γραφείο πληροφοριών” όπου συζητιέται ανοιχτά το θέμα της Άμεσης δημοκρατίας. Το γραφείο, πίσω από το οποίο κάθεται επί 100 ολόκληρες μέρες ο Joseph Beuys και συζητά ανοιχτά με το κοινό, κοσμείται επίσης από ένα ρόδο -όπως άλλωστε βλέπουμε και στο φωτογραφικό έργο We won’t do it without the rose όπου ο Μπόυς συζητά μπροστά από το προκείμενο ρόδο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μικρή εγκατάσταση που αποτελείται από ένα ογκομετρικό σωλήνα μέσα στον οποίο επιβιώνει ένα -κόκκινο- τριαντάφυλλο. Τι να αντιπροσωπεύει το πορφυρό ρόδο για τον Μπόυς; Είναι το σοσιαλιστικό όνειρο; Ή η φυσική διαδικασία ενδοσκόπησης που οδηγεί αναπόφευκτα προς την επανάσταση; Το- κοινωνικό- μπουμπούκι που σταδιακά μετατρέπεται σε εύμορφο και εύοσμο τριαντάφυλλο, μια φυσική διεργασία που οδηγεί σε μια -επαναστατική- αλλαγή. Και όλο αυτό μέσα σε έναν ογκομετρικό σωλήνα, ένα εξάρτημα εργαστηρίου που αντιπροσωπεύει την επιστημονική έρευνα. Η επανάσταση γαρ, μέσα από την προσωπική, εμπειρική αναζήτηση. Αλλά και το τεχνητό-επιστημονικό στην υπηρεσία του φυσικού. Οι ριζοσπαστικές απόψεις του Μπόυς καθώς και η πίστη του στην επιστήμη συνδυάζονται εδώ ευκρινώς. Η εν λόγω εγκατάσταση πάντως ονομάζεται Rose für direkte Demokratie (Ρόδο για την Άμεση δημοκρατία).
Στις 24 του Ιουλίου που μας πέρασε εορτάστηκαν τα 35 χρόνια από την ανάκαμψη της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σε μια χρονιά όμως σαν αυτή που διανύουμε που ξεκίνησε με τον απόηχο των γεγονότων του περασμένου Δεκεμβρίου, συνεχίστηκε με τις εξελίξεις πάσης φύσεως πολιτικών και οικονομικών σκανδάλων και κορυφώθηκε με την εκκωφαντική αποχή των εκλογών του Ιουνίου, η λέξη εορτασμός θα μπορούσε να ακουστεί και ως τραγική ειρωνεία.
Προφανώς το μπουμπούκι της Ελληνικής Δημοκρατίας μέσα στα τελευταία χρόνια μαραίνεται.
Η σύγχρονη “δημοκρατική” Ελλάδα, άκαμπτη και περίτρανα προσκολλημένη σε ένα ένδοξο μεν ανεπίστρεπτο δε παρελθών, κοιμάται ήσυχα αγκαλιά με το κουφάρι μιας δημοκρατίας προ πολλού αποδημούσας στο πάλαι πότε -35 ήδη ετών- νυφικό της κρεβάτι ωσάν την Φοκνερική Έμιλι. Κι αν ακόμα καλύπτει επιτήδεια τη μυρωδιά της αποσύνθεσης -την οποία και τείνουμε αφελώς να συνηθίσουμε- ενίοτε αυτή “σκανδαλωδώς” διαφεύγει και μόνο τότε ο κόσμος προβληματίζεται και αντιδρά μπροστά στα περίτρανα σημάδια της κοινωνικής σήψης.. Και μόνο τότε βεβαίως ξεκινούν ουσιαστικές συζητήσεις.
Συνομιλώντας σε μια γλώσσα που απευθύνεται σε επίπεδα της ανθρώπινης αντίληψης πέραν του αρθρωμένου λόγου η τέχνη είναι ένα καίριο μέσον διερεύνησης της εικόνας της κοινωνίας και των προσδοκιών του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά και εφαλτήριο σκληρής κοινωνικής κριτικής. Ο ίδιος εξάλλου ο Μπόυς πίστευε ότι το πραγματικό έργο τέχνης οφείλει να διαπερνά την κοινωνία και να θέτει κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα. Ως εκ τούτου ο χώρος της τέχνης όφειλε πάντα να είναι-αν μη τι άλλο- ένας κατεξοχήν χώρος δημοκρατικής έκφρασης.
Χωρίς να επιχειρούμε να ορίσουμε πολιτεύματα -γι' αυτό ευτυχώς υπάρχουν οι πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες- επιθυμούμε να αφουγκραστούμε το πως αντιλαμβάνεται ο σημερινός Έλληνας αυτό που τόσο αβίαστα ονομάζεται δημοκρατία από πολιτικούς και μίντια, τι περιμένει και τι εισπράττει από αυτή. Τι μάθαμε στο σχολείο ως δημοκρατία και τι συναντήσαμε στον πραγματικό κόσμο. Που τη βρίσκουμε και που δεν τη βρίσκουμε.
Μετά από έναν αιώνα ουσιαστικών αγώνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και λόγω ακριβώς αυτών αναρωτιόμαστε ηχηρά - μέσα από αυτό το εγχείρημα - αν η πραγματική δημοκρατία-και δη η άμεση- είναι άλλη μια ουτοπία.. Πόσο αληθινό και πόσο σύγχρονο ήταν και είναι το πολιτικό και καλλιτεχνικό όραμα του Μπόυς. Και τελικά το κρίσιμο ερώτημα πάντα παραμένει το εάν και πως μπορεί η τέχνη να θέσει γόνιμα πολιτικά ερωτήματα.
Η εικαστική αναζήτηση βεβαίως απέχει μακράν της επιστημονικής καθότι διατρέχει την κοινωνία σε διαφορετικές τροχιές. Μέσα από αυτές τις τροχιές ο Αντώνης Βολανάκης δημιουργεί ένα ιδιόμορφο τρίο εκκινούμενος από την ανθρωποσοφία του Ρούντολφ Στάινερ –τρανός εμπνευστής του Μπόυς- και προκαλώντας τον θεατή να εξηγήσει με τον δικό του τρόπο στο λαγό-που αναμένει στην έκθεση- τις εικόνες που του παράγονται από το τριπλό ιδανικό κοινωνικό μοντέλο του Στάινερ, την οξεία πολιτική-αλλά και ποιητική- ματιά του Θερβάντες και από τον κυκλικό -και ατέρμονο γαρ- ονειρικό κόσμο των λογοτεχνικών Φίνεγκαν. Και με όποια σειρά θέλει. Ο Γιώργος Διβάρης πάλι, απομονώνοντας σκόρπιες αλλά σαφείς εικόνες από πολεμικές ανταποκρίσεις, επισημαίνει επικριτικά ως Υπεροψία τόσο την αλαζονεία της εξουσίας, όσο και την αδράνεια του ενημερωμένου μεν αμέτοχου δε σύγχρονου πολίτη. Για τη Μαρία Πασχαλίδου η άσκηση της δημοκρατίας σήμερα όχι μόνο δεν αντιτάσσεται στον αποκλεισμό και την επιβολή ομοιογένειας αλλά και στρατεύεται υπέρ μιας απειλητικά επεκτεινόμενης βιοπολιτικής, ενώ η καρτ-ποστάλ παραδεισένια εικόνα της Ελλάδας που άλλα υπόσχεται και άλλα προσφέρει σε μετανάστες και μη, υπονομεύεται σκωπτικά από τη Λία Πέτρου σε ένα έργο-σχόλιο των δύο όψεων της κάθε αλήθειας. Και αν από τη μία οι απροσδιόριστες γλυπτικές φόρμες του Χρήστου Πόνη που υπαινίσσονται βιομηχανικά αγαθά διεκδικούν το-δημοκρατικό- δικαίωμα του καλλιτέχνη στον αυτοπροσδιορισμό αποτείνοντας φόρο τιμής στα αυτοαναφορικά γλυπτά του Μπόυς, ο Δημήτρης Χαλάτσης ως αντίπαλο δέος αποδομεί τόσο το χτίσιμο μιας θρυλικής προσωπικής μυθολογίας όσο και τις δημοκρατικές δηλώσεις του Γερμανού καλλιτέχνη - σαμάνου παραφράζοντας εμπράκτως την περίφημη «υπερτιμημένη σιωπή του Ντισάν» σε «υπερτιμημένο λόγο του Μπόυς».
Η Μαρία Σαρρή ψάχνει εκφάνσεις της δημοκρατίας στο φιλόξενο διαδίκτυο μέσα από ένα βίντεο στο you tube που, παρά τους ανήλικους πρωταγωνιστές του, καταφέρνει και γίνεται ένα υποτυπώδες πεδίο μάχης εθνικών διεκδικήσεων αλλά και προβολής της πίκρας και των τραυμάτων ενός πολέμου ενώ τέλος οι In to the Pill επανερμηνεύουν τη σύγχρονη ασθμαίνουσα Αθηναϊκή πραγματικότητα μέσα από παράδοξες θεωρίες συνομωσίας, σχολιάζοντας έτσι την εσκεμμένη παραμόρφωση της πληροφορίας από τα ΜΜΕ και τη σχετικότητα του πραγματικού.
Για να τριτώσουμε με τα προσφιλή στον Μπόυς άνθη η Γερτρούδη Στάιν είχε πει “ένα ρόδο είναι ένα ρόδο είναι ένα ρόδο”. Πέρα από τις λέξεις και τα σύμβολα υπάρχει μια καταιγιστική πραγματικότητα. Την οποία τα οράματα οφείλουν να αφουγκράζονται. Η λέξη δημοκρατία δεν είναι μόνο αυτό που υπήρξε το χρυσό αιώνα, δεν είναι ένα σύμβολο της αρχαίας Ελλάδας -σαν την ακρόπολη σε καρτ ποστάλ. Ούτε το ότι ζούμε εδώ που ζούμε -και απ’ όπου κάποτε ξεκίνησε - την εξυπακούεται. Η δημοκρατία είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να διεκδικείται διαρκώς. Κι αν ακόμα στην ιδανική μορφή της είναι μάλλον απροσέγγιστη για την κοινωνία μας, ο κόσμος δεν μπορεί να γίνει καλύτερος αν πάψουμε να πιστεύουμε στις ουτοπίες.
Και η τέχνη ήταν και είναι η υπερευαίσθητη οθόνη των ανθρώπινων προσδοκιών και δη ουτοπιών.


(κείμενο για την έκθεση In dire(ct) democracy που δημοσιεύτηκε στον κατάλογο του συνεδρίου "Η δημοκρατία σε κίνηση" 1-2/10/2009 ΑΣΚΤ)

15.9.09

C'est pas la mer(e) a boire




(λίγες σκέψεις για το τελευταίο βιβλίο της Άντζελας Δημητρακάκη «Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα»)

Η ποίηση και δη οι ποιητές -ενεργοί και εν δυνάμει-χαίρουν μιας ιδιότροπης εκτίμησης στη χώρα μας. Αν για τον εστέτ ο ποιητής αποτελεί αντικείμενο λατρείας για τον υπόλοιπο κόσμο θεωρείται μάλλον άξιος χλευασμού.
Όταν πριν από λίγο καιρό ανέφερα σε μερικούς γνωστούς ότι είχα σκοπό να πάω σε μια βραδιά ποίησης το πρώτο πράγμα που ακούστηκε σαν σχόλιο ήταν η γνωστή αναφορά στον ποιητή Φανφάρα και την αντίστοιχη σκηνή απαγγελίας από το χιλιοπαιγμένο Ξύπνα Βασίλη...(Άσπρα κοράκια κτλ..) Έτσι όταν η φανταστική ποιήτρια Θαλασσία Ύλη -ουσιαστική αν και όχι τυπική πρωταγωνίστρια στο τελευταίο βιβλίο της Άντζελας Δημητρακάκη “Μέσα σ΄ ένα κορίτσι σαν κι εσένα”- ομολογεί ότι η βράβευσή της –και η «επισημοποίησή» της έτσι ως ποιήτριας- την έκανε να νιώσει ότι ο κόσμος θα την αντιμετώπιζε στο εξής ωσάν τον Φανφάρα -γιατί για τον μέσο Έλληνα αυτή είναι η φιγούρα του ποιητή- ουσιαστικά περιγράφει μια ακόμη θλιβερή αλήθεια της σύγχρονης πολιτιστικής μας πραγματικότητας. Μαζί με άλλες. Η ίδια εξάλλου η συγγραφέας μιλώντας για το βιβλίο της και τη σχέση του με την ποίηση λέει
«Σκέφτομαι ενίοτε ότι η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος ίσως υπήρξε μια πρόφαση για να γράψω, να διαβάσω, να σκεφτώ τι θα πει «ποίηση», όχι διαχρονικά, αλλά στη δική μας ιστορική συγκυρία.»*.
Αν και η προφανής και προσφιλής αρετή του βιβλίου είναι η πολύ γλαφυρή έως αμείλικτη περιγραφή της σύγχρονης Αθήνας μέσα από τα μάτια μιας άρτι επαναπατριζόμενης Ελληνίδας του εξωτερικού-της Ελληνοαμερικάνας αφηγήτριας – που τυγχάνει να ανήκει και σε μια μειονότητα που σπανίζει στην ελληνική λογοτεχνία -τη λεσβιακή-, για μένα το πιο ελκυστικό στοιχείο του βιβλίου είναι η σκιαγράφηση μιας άκρως ενδιαφέρουσας-όσο και αμφιλεγόμενης- γυναικείας προσωπικότητας. Αυτής της γνωστής- άγνωστης ποιήτριας που είναι και η ουσιαστική πρωταγωνίστρια του βιβλίου. Η ποιήτρια με το ιδιότροπο όνομα Θαλασσία Ύλη διαγράφεται μέσα από αποσπασματικές αναμνήσεις της αφηγήτριας και ερευνήτριας, μέσα από ανακοινώσεις συνεδρίων, σκόρπιους στοίχους της και απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις που τελικώς σχηματίζουν ένα από τα γοητευτικότερα- αλλά και προκλητικότερα- λογοτεχνικά γυναικεία προφίλ των τελευταίων χρόνων**.
Όπως στο φανταστικό βιβλίο Πορεία προς τον Αλ Μουτασίμ που περιγράφει στο ομώνυμο πεζό του ο Μπόρχες- συγγραφέας που τυγχάνει να είναι και δηλωμένη επιρροή της ποιήτριας μαζί με τον Σελίν και τη Ριτς- όπου τόσο ο ήρωας όσο και το βιβλίο περιγράφεται αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ, κάπως έτσι και η Θαλασσία Ύλη διαρκώς δεσπόζει χωρίς να υπάρχει μέσα στο βιβλίο. Και αυτή αλλά και το έργο της, που περιγράφεται ενίοτε ή δίνεται μόνο σε αποσπάσματα. Ακόμα και οι συνεντεύξεις της παρουσιάζονται ως ντοκουμέντα –στοιχεία της κόρης της και όχι ως δράση.
Προσωπικότητα με ένα μάλλον δυσμεταχείριστο βάρος αφού με την έντασή της καταστρέφει τόσο τον πυρομανή γιο όσο και την ομοφυλόφιλη κόρη μέσα από πράξεις πέραν ήθους και θεσμικών επιταγών. Πέρα από τις σεξουαλικές της ιδιαιτερότητες – ίσως και λόγω αυτών- η ποιήτρια ζει μια διπλή ζωή αυτή μιας καταπιεσμένης μητέρας-νοικοκυράς των Ελλήνων της διασποράς από τη μία και εκείνη μιας εκκεντρικής μυστηριώδους περσόνας διανοούμενης και ακτιβίστριας που γράφει ποιήματά της στους δρόμους ή τα δημοσιεύει σε φανζίν περιοδικά.
Η κόρη-αφηγήτρια περιφέρεται στην Αθήνα ένα χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας της, από το Κολωνάκι στα Εξάρχεια, μεταξύ πανάκριβων βιτρινών και δακρυγόνων σαν μέσα σε τρανς. Νοικιάζει ένα παρακμιακό διαμέρισμα στην πλατεία Θεάτρου, αγανακτεί με τις εταιρίες τηλεφωνίας, πάει σε πάρτι, τρομάζει με τους καυγάδες από το φωταγωγό, δεν της φτάνει ο μισθός της, γίνεται ανάδοχος γονέας ενός παιδιού από την Αφρική, προσπαθεί να κάνει φίλους, να επικοινωνήσει με την νεαρή –και «μέσα στα πράγματα»- ξαδέρφη της, να συμφιλιωθεί γενικώς με την παράλογη-εκ των πραγμάτων- Αθηναϊκή πραγματικότητα και να ξεπεράσει αφενός το δηλητηριώδες μίσος της για τον φαλλοκράτη πατέρα της και αφετέρου δυο μεγάλες απώλειες. Αυτή της συντρόφου της με την οποία χώρισαν μετά από μια σοβαρή και πολύχρονη σχέση και φυσικά της μητέρας της με την οποία είχε μια απόλυτη σχέση εξάρτησης. Με άξονες λοιπόν από τη μία ένα πολύ πρόσφατο Αθηναϊκό σκηνικό – αυτό του 2006-2007 που η συγγραφέας βρισκόταν στην Ελλάδα- και από την άλλη την ιδιότυπη ιδιοσυγκρασία μιας νεαρής διανοούμενης – η αφηγήτρια μόλις παράτησε ένα διδακτορικό στην ποίηση λόγω υπερβολικής εμπλοκής στο θέμα- ομοφυλόφιλης γυναίκας –φιγούρας που τόσο λείπει από την ελληνική λογοτεχνία όπως η ίδια η συγγραφέας υποδεικνύει– η οποία παλεύει να κατανοήσει έναν κόσμο στον οποίο δεν μπορεί επ’ουδενί να ενσωματωθεί –και όχι μόνο λόγω της σεξουαλικής της ταυτότητας- η Δημητρακάκη σχολιάζει εύστοχα και χωρίς καμία επιείκεια τη σύγχρονη παντελή απουσία κουλτούρας του μέσου Έλληνα, την γυναικεία ομοφυλοφιλία και πέρα από αυτό τα αδιέξοδα μιας μερίδας ανθρώπων που δεν μπορούν να βρουν θέση στο σύγχρονο τοπίο.
Η απολύτως διάφανη ματιά στα πράγματα βέβαια μόνο οδυνηρή μπορεί να είναι τελικώς -πόσο μάλλον για μια μειονότητα όπως η λεσβιακή που ακόμα στην Ελλάδα-ως τόπο και ως συλλογικό ασυνείδητο- δεν δείχνει να έχει βρει ακόμα μια επαρκή αποδοχή.
Τόσο η μορφή του βιβλίου-πιστή στις μεταμοντέρνες επιταγές του νέου μυθιστορήματος- επιστολογραφική στην αρχή, ημερολογιακή στη συνέχεια με ένα είδος appendix στο τέλος που περιλαμβάνει την ανακοίνωση της ερευνήτριας-κόρης της ποιήτριας σε συνέδριο ποίησης και τις συνεντεύξεις της Θαλασσίας Ύλης, όσο και η άμεση σύγχρονη γλώσσα -που η Δημητρακάκη είχε κατακτήσει από την Ανταρκτική κιόλας - νομίζω ότι κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη που αν και καταλαβαίνει από νωρίς τη σχέση της τυπικής με την πραγματική πρωταγωνίστρια δεν παύει να εκπλήσσεται διαρκώς με τα κομμάτια του μωσαϊκού της ιστορίας που προσφέρονται σταδιακά και επιτήδεια από τη συγγραφέα.


* http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=22/05/2009&id=46833

** ένα επίσης από τα πιο γοητευτικά γυναικεία προφίλ που έχω συναντήσει στις τελευταίες αναζητήσεις μου αναζητήσεις στην Ελληνική λογοτεχνία ήταν πέρσι στο Λίγο από το αίμα σου της Σώτης Τριανταφύλλου η υπέροχη Μπέθανι.

14.9.09

Archive again and again




Αν και άκουγα αρκετά ροκ όταν ήμουν φοιτήτρια- και έκανα και αρκετά χρόνια φοιτήτρια είναι αλήθεια- δεν μπορώ να πω ότι εντρύφησα ποτέ σε αυτό. Αργότερα, όταν άρχισα να ασχολούμαι κάπως περισσότερο με τη μουσική και με κέρδισαν άλλα ακούσματα το ροκ ήταν πάντα ο ήχος των φοιτητικών αναμνήσεων. Βεβαίως το ροκ είναι πολύ. Και ενώ εκείνα τα ωραία χρόνια αρχικά είχα «μυηθεί»-λέμε τώρα- σε κάπως πιο ψυχεδελικούς –έως κλασσικούς- ήχους από συμφοιτητές που έπαιζαν σε ροκ γκρουπ και αγαπούσαν τις καλές κιθάρες αργότερα βρέθηκα σε πιο indy alternative χώρους και πέρασα από Decadance μέχρι Mad και Plan b ακούγοντας αρχικώς Ρόδον fm (πολυαγαπημένος) και μετέπειτα Rock fm(όταν ακόμα άξιζε).
Έτσι όταν την Πέμπτη το βράδυ βρέθηκα στους Archive-που εγώ γνώρισα - τον καιρό εκείνο…- με το Again και από τη μετέπειτα πορεία τους ομολογώ ότι αναγνώριζα μόνο το Fuck you- θυμήθηκα ότι υπάρχουν και σ’ αυτές τις μουσικές πολύ καλοί μουσικοί με παρουσίες που σέβονται πραγματικά τον θεατή. Αν και τον καινούριο δίσκο- τον οποίο παρουσίαζαν σε αυτό το tour- δεν τον είχα ακούσει πριν τη συναυλία, και από τα παλιά τους- και πιο γνώριμα μου- είπαν πολύ λίγα, ήταν πάραυτα ένα live που ευχαριστήθηκα ανέλπιστα, καθώς όπως είπα και πριν η σχέση μου με το ροκ έχει ραγίσει πλέον αφενός και αφετέρου το Μπάντμιντον – που κακά τα ψέματα το έχω συνδέσει με τις διαφημίσεις του Μπάξ Μπάνι on ice και άλλων ανεκδιήγητων θεαμάτων- δεν μου πήγαινε σα χώρος.
Φυσικά το μεγάλο πλεονέκτημα στον συγκεκριμένο χώρο ήταν ο εξαιρετικός ήχος-κάτι που λείπει τα μάλα από τις συναυλίες σε εξωτερικούς χώρους στην χώρα μας τουλάχιστον-, όπως και το γεγονός ότι ο θεατρικός χώρος υποβάλλεται με ένα μαγικό τρόπο στο κοινό με αποτέλεσμα αυτό να μη μιλάει κατά τη διάρκεια της συναυλίας-κάτι που παρατήρησε με ευχαρίστηση και το ίδιο το γκρουπ – και έτσι να την απολαμβάνουν καλύτερα όσοι πηγαίνουν πραγματικά για να ακούσουν.
Ενδεχομένως οι συγκεκριμένες μουσικές μου γνώσεις να μην μου επιτρέπουν μια τέτοια αναγωγή, αλλά ως ταπεινή, και ας πούμε απαίδευτη, ακροάτρια ομολογώ ότι οι Archive μου δημιουργούσαν ανέκαθεν και εξακολουθούν να μου δημιουργούν την ίδια αίσθηση ταξιδιού με τους Pink Floyd. Χωρίς να χάνουν σε φωνή και σε αυτόν τον ηλεκτρικό και εντέλει απελευθερωτικό «θόρυβο» -που νομίζεις ότι σου σταματάει ενίοτε το μυαλό- καταφέρνουν να δίνουν μουσική υψηλής ποιότητας που δημιουργεί ιονισμένες ατμόσφαιρες και σε φυγαδεύει από τον δεδομένο και τετριμμένο χωροχρόνο. Ιδιαίτερα το Again στο τέλος ήταν μαγεία.
Και τελικώς -ίσως επειδή ως γνωστόν «ου γαρ…» - δεν με ενόχλησε καθόλου το γεγονός ότι δεν ήμουν όρθια στο Gagarin ή στο Terra Vibe να χτυπιέμαι αλλά καθιστή στο Μπάντμιντον να απολαμβάνω. Και στο κάτω κάτω όταν το νιώσαμε ανάγκη όλοι σηκωθήκαμε και χτυπηθήκαμε (ακόμα κι εμείς οι μεγαλύτεροι...).