Το βιβλίο Πεθαίνω σαν χώρα έπεσε στα χέρια μου τυχαία πριν πολλά πολλά χρόνια. Δεν μπορώ πλέον να θυμηθώ ποιος μου το έδωσε αλλά ήταν σε κάποια παράσταση που είδα 9.30 η ώρα, στις 26 εκείνου του Νοέμβρη και στην οποία έκατσα στη θέση Β13 και το εισιτήριο μου- προφανώς φοιτητικό- έκανε λέει 3000 δραχμές (για τόσο παλιά μιλάμε) και δεν έγραφε τον τίτλο της παράσταση πάνω του. Αφού λοιπόν μου το έκοψαν το έβαλα μηχανικά μέσα στο βιβλίο, ή ίσως και να το χρησιμοποίησα για αυτοσχέδιο σελιδοδείκτη αφού το ξεφύλλισα φαντάζομαι λίγο αφηρημένα, και ίσως και να σκάλωσα σε μερικές φράσεις αλλά μετά το ξέχασα όπως ένα σωρό άλλα στην τότε πάντα γεμάτη από βιβλία τσάντα και αφέθηκε άδοξα σε κάποιο ράφι στην φοιτητική μου βιβλιοθήκη για να το βρω απόψε όταν το μικρό-μόνο σε πάχος- βιβλίο του Δημήτρη Δημητριάδη ανασύρθηκε μετά από εσπευσμένη αναζήτηση από την τωρινή μου βιβλιοθήκη στη οποία βρισκόταν κρυμμένο διακριτικά τα τελευταία χρόνια ακολουθώντας με ευτυχώς πιστά στις εκάστοτε μετακομίσεις μου. Και έτσι το ξεχασμένο μου εισιτήριο από εκείνη την παράσταση αγνώστου τίτλου, πάνω από δέκα χρόνια τώρα, βρέθηκε ξανά στα χέρια μου κι όλα αυτά διότι το Σάββατο το βράδυ είχα την τύχη να παρακολουθήσω την εξαιρετική δραματοποίησή του εν λόγω βιβλίου από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό.
Ο Δημητριάδης αφ΄ ενός είναι δύσκολος. Οι αλήθειες του είναι τόσο ωμές και αιρετικές που ο αναγνώστης από τη μία μαγεύεται με τον πραγματικά συναρπαστικό του λόγο και από την άλλη μουδιάζει σοκαρισμένος από την σκληρότητά του- γιατί πρόκειται για μια σκληρότητά που απευθύνεται σε αυτόν τον ίδιο κατάφορα και απερίφραστα, σε αυτήν εδώ την χώρα και σε αυτούς τους ανθρώπους της και σε όλα όσα αυτοί πρεσβεύουν και πιστεύουν και τα οποία τινάζει ένα ένα δίχως δεύτερη σκέψη και έλεος στον αέρα ανάβοντας το φιτίλι και της πιο ελάχιστης αμφιβολίας για ό,τι θεωρείται ιερό, εθνικό, ηθικό, πρέπον, σωστό, ωφέλιμο κτλ. κτλ.. Η γλώσσα του κατρακυλάει με φόρα και τόλμη παρασέρνοντας κάθε ίχνος συστολής, κάθε επίφαση καθωσπρεπισμού, τσαλαπατάει ό,τι έχει να κάνει με το «politically correct», ενοχλεί και προσβάλει, ενίοτε με υπεροψία αλλά χωρίς ποτέ μα ποτέ να γίνεται χυδαία. Γλώσσα πλούσια διακλαδωτή και δαιδαλώδης ως Μπορχικός λαβύρινθος ( θυμίζει έξάλλου έντονα Μπόρχες ιδιαίτερα σε διηγήματα όπως «Το Λαχείο στη Βαβυλώνα» ή «Η αίρεση του Φοίνικα») στη οποία όλες οι λέξεις, πολύτιμες ή ημιπολύτιμες, στέκουν τόσο καλά παρατεταγμένες και ζυγισμένες που το τελικό σύνολο αν και ακούγεται παραληρηματικό και χειμαρρώδες τελικά είναι απροσδόκητα συμπαγές και στέρεο.
Η σκηνοθεσία αφ΄ εταίρου είναι ευφυέστατη. Δεν καταβροχθίζεται από το εκ των πραγμάτων επιβλητικό κείμενο, δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει με φαμφαρόνικα ευρήματα –ο Μαρμαρινός ούτως ή άλλως δεν έχει ανάγκη μετά από τόσα χρόνια ευφάνταστης δημιουργίας να αποδείξει την σκηνοθετική του ευρηματικότητα- χωρίς όμως και να απουσιάζουν οι καινοφανείς ιδέες, δεν καπελώνει το κείμενο αλλά αντιθέτως συνομιλεί με σεβασμό μαζί του, το αποκωδικοποιεί με το εντελώς προσωπικό του ιδίωμα και το προσαρμόζει εύστοχα στην σημερινή πραγματικότητα, επαρκώς συγκρατημένα γιατί αν και το έργο είναι γραμμένο το 78’ και προφανώς εμπνευσμένο από τον εμφύλιο, είναι αναπάντεχα σύγχρονο, κάτι που επίσης αναδεικνύεται εντόνως.
Η παράσταση απογειώνεται από την πρώτη σκηνή με μια υπέροχη μπαλάντα που τραγουδά νοσταλγικά όλος μαζί ο λαός των πολυάριθμων εθελοντών- εύρημα του οποίου η χρήση γίνεται με εξαιρετικά προσεγμένο και καθόλου φλύαρο τρόπο- και μέχρι και την σπαραχτική απόδοση από την παλιά και γήινη σαν την Ιστορία φωνή της Μπέμπα Μπλανς του τελευταίου και πιο σκληροπυρηνικού μέρους-καταγγελίας και επιλόγου του έργου παραμένει στο ύψος της με ασήμαντα κενά αέρος κρατώντας τον ευαίσθητο θεατή σε ασίγαστη συγκινησιακή εγρήγορση.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ποτέ δεν με έχει απογοητεύσει και θεωρώ ότι διαρκώς αποδεικνύει με τις επιλογές του και τις πραγματοποιήσεις τους πως είναι ένας δημιουργός που εξελίσσεται. Με την τελευταία του αυτή παράσταση πραγματικά νιώθω ευγνωμοσύνη που μου υπενθύμισε με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο ένα τόσο μεγάλο κείμενο.
«Τι άλλο είναι ο παράδεισος τουλάχιστον για εκείνους που υφίστανται την απάτη και το μαγνητισμό της ύλης συνειδητά, παρά το πολυπόθητο και σπανιότατα κατορθωτό πέρασμα της ψυχής από την αφασία της γλώσσας στο παλλόμενο, γεώδες, αχειρότμητο κι αλάξευτο βασίλειο των λέξεων, εν ζωή;…Η Αθανασία είναι οι λέξεις»
Δημήτρης Δημητριάδης, Πεθαίνω σαν Χώρα, Εκδόσεις Άγρα
9.6.08
Η αθανασία είναι οι λέξεις
Αναρτήθηκε από koritsi_oksi στις 21:52 0 σχόλια
Ετικέτες Θέατρο, λογοτεχνία
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)