Στον αρχετυπικό φανταστικό κόσμο της γαιοθάλασσας της Ούρσουλα λε Γκεν το μαγικό/ιερό στοιχείο, αυτό που στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού ενσωματώθηκε στη θρησκεία και μετά στην τέχνη –όπου και παρέμεινε- υφίσταται ακόμα άθικτο. Ο άνθρωπος είναι ακόμα αρκετά κοντά με τη φύση –η οποία λειτουργεί ως μια έμψυχη και ζωντανή οντότητα-και η ισορροπία και υγεία αυτής της σχέσης φροντίζεται από άτομα με την ιδιότυπη διαισθητική ικανότητα – την οποία και καλλιεργούν και αναπτύσσουν σε ειδικές «σχολές» – να «διαβάζουν» τη γλώσσα της φύσης-τη γλώσσα των ζώων, τα λόγια των φύλλων του δάσους , λέξεις που τις είχε τραγουδήσει το πουλί και άλλες που είχε πει το νερό πέφτοντας
- και να "συνομιλούν" δημιουργικά τελικά μαζί της -καλούν τα ζώα, τιθασεύουν τους ανέμους- αλλά και να τη «μεταφράζουν» στον υπόλοιπο κόσμο. Στην ικανότητα αυτή συνεπέστατα δίνεται ο χαρακτηρισμός «μαγική».
Οι μάγοι λοιπόν –ένα είδος πνευματικής εξουσίας-σε αυτό το πλασματικό μυθολογικό σύμπαν είναι οι μοναδικοί γνώστες της αληθινής και Αρχαίας Λαλιάς, της αρχέγονης γλώσσας της δημιουργίας στην οποία όλα τα πράγματα έχουν το αληθινό τους όνομα.
Σε όλο το εξάτομο έργο της λε Γκεν οι έννοιες του αληθινού ονόματος και της Αρχαίας Λαλιάς παίζουν καθοριστική σημασία.
Με έρεισμα το βάρος και την περιγραφή αυτής της υπόγειας αλλά κυρίαρχης δράσης της γλώσσας στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο, αποτολμάται εδώ -με κάθε επιφύλαξη και με απόλυτη την επίγνωση ότι ελλοχεύει πάντα το παράπτωμα μιας τυχόν αυθαιρεσίας- μια υπόθεση παραλληλίας του «Έπους της Γαιοθάλασσας» -με στοιχεία κυρίως από το πρώτο βιβλίο όπου έχουμε συχνότερες αναφορές στο θέμα αυτό-με τη γλωσσική θεωρία του Βάλτερ Μπένγιαμιν, όπως αυτή εντοπίζεται μέσα σε δύο του τουλάχιστον δοκίμια, το «Για τη γλώσσα εν γένει και για τη γλώσσα των ανθρώπων» κυρίως και το «Για τη μιμητική ικανότητα» δευτερευόντως.
Η σχέση της Ούρσουλα λε Γκεν με ανάλογα ρεύματα διαφαίνεται ήδη στον «Αναρχικό των δύο κόσμων» όπου περιγράφεται μια Μαρξιστική –αναρχική ουτοπία σε αντιπαράθεση με μια ταυτόχρονη ταξική βιομηχανική κοινωνία. Αντίστοιχα σε όλο το εύρος της Γαιοθάλασσας μπορεί να εντοπίσει κανείς στοιχεία που με σχετικά απλοποιημένο τρόπο –ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για βιβλίο αρχικώς γραμμένο για εφήβους-παραπέμπουν στη Κριτική σχολή της Φραγκφούρτης. Πρόκειται για ένα κόσμο που έχει αρχίσει να αλλοιώνεται από τη στιγμή που τα απόλυτα όντα -στην μυθοπλασία της αντιπροσωπεύονται από τους δράκους, αρχέτυπα μυθικά πλάσματα – διαχωρίζονται σε αυτούς που ακολουθούν το δρόμο της φύσης και σε αυτούς που ακολουθούν αυτό της γνώσης και κατ' επέκταση την επιστήμη, οι δεύτεροι γίνονται «άνθρωποι» και οι πρώτοι εξ-αγριεύονται πλήρως αλλά εξακολουθούν πάντα να «μιλάνε» τη μεγαλοπρεπή γλώσσα της δημιουργίας, την αρχαία λαλιά και κατά συνέπεια να αντιλαμβάνονται τη «βούληση» της φύσης (όπως περιγράφεται στο τέταρτο βιβλίο του έπους) και να χαίρουν ιδιαιτέρου σεβασμού αλλά και φόβου.
Ο εκφυλισμός της ανθρωπότητας λοιπόν ξεκινάει με την πρώτη απομάκρυνσή της από τη φύση-θέση πλήρως συμβατή με την θεωρία της Κριτικής σχολής- και, όπως διαγράφεται τόσο στον πρώτο όσο και στον τρίτο τόμο, η κοσμική ισορροπία κλονίζεται όταν ο άνθρωπος επιδιώκει να γίνει εξουσιαστής της. Ο «κακός» λοιπόν σε αυτό το παραμύθι δεν είναι κάτι το υπερφυσικό, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος ο οποίος επιχειρεί να επιβληθεί στη φύση, και –στη συγκεκριμένη περίπτωση-να γίνει ο κυριαρχήσει ακόμα και στον ίδιο το θάνατο. Το μοιραίο αμάρτημα του ανθρώπου εντέλει –όπως διαφαίνεται στο έργο της λεΓκεν-δεν είναι άλλο από την έπαρση, αυτή είναι που πάντα οδηγεί σε Βαβελικές καταστάσεις.
Η πνευματική ουσία ενός πράγματος έγκειται (…) στη γλώσσα του λέει ο Μπένγιαμιν.
Και παρακάτω μιλώντας πιο ειδικά τονίζει ότι το κοινοποιήσιμο της πνευματικής ουσίας ενός ανθρώπου ή πράγματος είναι η γλωσσική ουσία την οποία και τελικά εκφράζει η γλώσσα του. Με άλλα λόγια, είναι η ουσία της ίδιας της γλώσσας και όχι αυτό που θέλει να πει που κοινοποιεί τον εκφραζόμενο – έννοια που απλοποιείται με συνέπεια στο Έπος:
το αληθινό όνομα, (…) η ουσία της ύπαρξής του που είναι πιο σπουδαίο από το να ξέρεις σε τι χρησιμεύει
το όνομα λοιπόν εδώ εμπερικλείει την (πνευματική;) ουσία της ύπαρξης ανεξάρτητα με το τι αυτό σημαίνει ή τι μπορείς να κάνεις με αυτό. Ως απομεινάρι της αρχαίας γλώσσας αναδεικνύει έτσι το ότι η ουσία της γλώσσας γενικώς, και κατ΄ επέκταση του εκφέροντος αυτής, δεν είναι αυτό που θέλει να πει αλλά η γλώσσα αυτή καθεαυτή.
Ο Άνθρωπος είναι ο ονομάζων, και σε τούτο αναγνωρίζουμε ότι μέσω αυτού μιλά η αληθινή γλώσσα.(...)
Η αληθινή αυτή γλώσσα παρακάτω αναπροσδιορίζεται μέσα από μια βιβλική ανάλυση
Η παραδείσια γλώσσα του ανθρώπου πρέπει να είναι η γλώσσα της τέλειας γνώσης
Ίσως αυτό που στον μυθικό κόσμο της γαιοθάλασσας σημαίνει ότι
στην Αρχαία Λαλιά…τα πράγματα λέγονται με το αληθινό τους όνομα
και επανερχόμενοι στη γλωσσική θεωρία του Μπένγιαμιν
Μόνο μέσω της γλωσσικής ουσίας των πραγμάτων φτάνει τον εαυτό του στην κατανόησή τους-στο όνομα.
Ο άνθρωπος λοιπόν, είναι ο μοναδικός εκφραστής της ουσίας ολόκληρης της φύσης- η οποία κοινοποιείται μέσα από αυτόν και γι’ αυτό και μόνο αυτός μπορεί να ονομάζει τα πράγματα. Τα πράγματα υπάρχουν μέσα στα ονόματά τους και σε αυτό έγκειται το μαγικό στοιχείο της γλώσσας.
η έννοια της μαγείας της γλώσσας παραπέμπει και σε κάτι άλλο, την απειρότητά της
(αντίστοιχα και η αληθινή λαλιά δεν έχει τέλος )
Ο Μπένγιαμιν βέβαια ορίζει μαγική την αμεσότητα των πραγμάτων να αυτοκοινοποιούνται- η αμεσότητα όμως αυτή είναι τελικά η γλώσσα άρα είναι η ίδια η γλώσσα που είναι μαγική.
Η μαγεία στον κόσμο της λεΓκεν αφορά στην ταύτιση με τη φύση-μια αμεσότητα που επιτυγχάνεται πλήρως μόνο από τους μάγους και τους δράκους-τους μάγους ως τους τελευταίους –από την πλευρά των ανθρώπων-θιασώτες μιας ζωής άρρηκτα συνδεδεμένης με τη φύση, και δη γνώστες της αρχαίας λαλιάς, της γλώσσας της δημιουργίας δηλαδή, η οποία απευθύνεται σε όλα τα έμβια και μη πλάσματα.
Γιατί για τη λεΓκεν-όπως θα δούμε και για τον Μπένγιαμιν –η γλώσσα αυτή, όπως περιγράφεται-γλώσσα της δημιουργίας- είναι και η γλώσσα με την οποία δημιουργήθηκε ο κόσμος. Και είναι εκεί, στη δημιουργική της ισχύ που στηρίζεται η μαγεία της. …κάθε μαγική πράξη, κάθε γητειά, ακόμη εξαρτάται από τη γνώση -την υπενθύμιση, την επαναμάθηση- αυτής της αληθινής και αρχαίας γλώσσας της δημιουργίας
Η ίδια η γλώσσα λοιπόν είναι η δύναμη των μάγων, η γνώση των αληθινών ονομάτων της δημιουργίας, όπως όμως ακριβώς το ανθρώπινο Όνομα για τον Κριτικό φιλόσοφο αποτελεί το όριο μεταξύ της πεπερασμένης και της άπειρης γλώσσας
έτσι και σύμφωνα με τους μάγους αυτό που μας δίνει τη δύναμη να κάνουμε μάγια-η γνώση της αρχαίας λαλιάς ίσως; -μας βάζει και τα όρια αυτής της δύναμης .
Με τη δημιουργική παντοδυναμία της γλώσσας εγκαινιάζεται η πράξη, και στο τέλος η γλώσσα ενσαρκώνει τρόπον τινά το δημιούργημα, το ονομάζει γράφει ο Μπένγιαμιν.
Η σχέση γλώσσας και δημιουργίας τελικά είναι σαφής και στα δύο έργα.
Ο Γκέντ(…)ένιωθε ότι κι αυτός ήταν μια λέξη που κάποιος είχε προφέρει μες τη λιακάδα
Ο Θεός κάνει τα πράγματα ικανά να γνωσθούν εντός του ονόματός τους
Η γλώσσα εκπίπτει όταν πρέπει να ειπωθούν πράγματα μέσω αυτής υποστηρίζει στο δοκίμιό του ο φιλόσοφος.
Κι όμως, όποτε άκουγε την αρχαία λαλιά ένιωθε πάντα ότι λίγο έλειπε να καταλάβει, σα να ήταν κάποια γλώσσα που είχε ξεχάσει και όχι κάποια που δεν είχε μάθει ποτέ
Γιατί η αρχαία λαλιά είναι η γλώσσα πριν από την πτώση, η γλώσσα που αναδεικνύει την ουσία της δίχως να «λέει» κάτι
Εντέλει αν η γλώσσα ενός όντος είναι το μέσον μέσα στο οποίο κοινοποιείται η πνευματική του ουσία για τον άνθρωπο το μέσον αυτό είναι η αρχαία λαλιά, η χαμένη αυτή από χρόνια γλώσσα των "δράκων" που μπορεί να επινοηθεί εκ νέου, αν όχι να ξαναβρεθεί αυτούσια, μόνο εάν ο άνθρωπος ανακτήσει τους αρχέγονους συνδέσμους του με τη φύση. Φυσικά η συνεπαγωγή είναι διπλή.
19.12.07
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και η αρχαία λαλιά
Αναρτήθηκε από koritsi_oksi στις 09:21 0 σχόλια
Ετικέτες λογοτεχνία, μελέτες
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)