Σπίτια με καρέκλες που νιαουρίζουν σαν γάτες.
Σοπράνο με σιωπές άλλοτε σε μινόρε και άλλοτε σε ματζόρε και φωνές που υπόσχονται και περιμένουν πολλά
Διηγήματα που τρυπώνουν ύπουλα μέσα σε ξένα μυθιστορήματα.
Το έργο του Μίλοραν Πάβιτς αιωρείται μέσα σε αυτή την καθημερινή μαγεία που συναντά κανείς μόνο στη Λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και καμιά φορά στη σύγχρονη Γιαπωνέζικη, σε αυτή τη σχεδόν «σπιτική» μεταφυσική που κάνει τις πιο παράλογες συμπτώσεις να φαντάζουν κοινότοπες και τα πιο αναπάντεχα υπερφυσικά φαινόμενα να μετατρέπονται σε ρουτίνα.
Τα όνειρα αυτονομούνται σε μια δική τους πραγματικότητα και εισβάλουν ανενόχλητα-και θρασύτατα- στη δική μας ενώ το παρελθόν εμπλέκεται με το παρόν σε ένα υβριδικό χωροχρόνο φανταστικού-πραγματικού.
Ένας αρχιτέκτονας, αποτυχημένος στο επάγγελμα, αποτυχημένος στις σχέσεις του ψάχνει στο Άγιο όρος αιτίες.
Μια καλλονή με διάφανα βλέφαρα και «κορμί θαμμένο στα όνειρα όλων των αντρών που τη γνώριζαν»[1] ερωτεύεται μόνο μικρά αγοράκια.
Ένας καπετάνιος – στυλίτης.
Ένας οργανοπαίχτης χωρίς σκιά που το όνομά του άνηκε κάποια εποχή στο Σατανά.
Ισχυρά τοπικά –ίσως και λαογραφικά- στοιχεία παρμένα από τη σέρβικη παράδοση εμφανίζονται μέσα από μικρές ιστορίες άλλοτε «ατίθασες» να παρεισφρύουν λαθραία στην κυρίως αφήγηση και άλλοτε «χρήσιμες», να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής.
Βουτηγμένη σε μια πυκνή θρησκευτικότητα, με μια αξιοσημείωτη ευγένεια απέναντι σε κάθε είδους πίστη, η πένα του Πάβιτς πολλές φορές μοιάζει να τριγυρίζει διακριτικά μέσα στα ιερά βιβλία πλέκοντας επιδέξια στοιχεία από τη Βίβλο, το Κοράνι ή το Ταλμούδ.
Παράλληλα, μια ανεπαίσθητη πολιτική διάθεση δεν μπορεί να μην αφήσει μια πίκρα για μια διαμελισμένη πατρίδα…
Κουβέντες για κουτά και σοφά αστέρια
Εραστές που δεν μπορούν ποτέ να συναντηθούν γιατί βρίσκονται σε διαφορετικές ιστορίες.
«Λουκουμάδες γεμισμένοι με άγρια σαλιγκάρια και πίτες με μπαχαρικά σε ταψί από φαγιάνς σερβιρισμένοι με τσάι από τσουκνίδα και μέλι.»[2]
Η μπαρόκ παιδεία του συγγραφέα στολίζει την αφήγησή του με στοιχεία υπερβολής που κοσμούν χωρίς να θαμπώνουν μια ούτως ή άλλως πλούσια μυθοπλασία ενώ ενίοτε κάποιες περιγραφές παραπέμπουν αναπάντεχα σ´ αυτή την τόσο καίρια αλλά ανελέητη οικεία ωμότητα των δημοτικών μας τραγουδιών.
Πίσω από κάθε σκηνή πάθους ελλοχεύει μια τραγωδία-οι έρωτες είναι καταδικασμένοι στην οδύνη λες και κάθε στιγμή ατόφιου ερωτισμού κοστίζει μια αιωνιότητα πόνου. Αντίτιμο που οι εραστές πληρώνουν στωικά, χωρίς αντίρρηση.
«Αγαπήθηκαν τον περασμένο χειμώνα. Έτρωγαν με το ίδιο πιρούνι, μια ο ένας μια η άλλη, και αυτή έπινε κρασί από το στόμα του. Εκείνος τη χάιδευε με τέτοιο τρόπο που η ψυχή της έτριζε στο σώμα του…»[3]
Η Ιερεσένα, η Ηρώ, η Βίτατσα, η Κβασνιέφσκα., η Καλίνα, η Ατέχ.
Πριγκίπισσες που ξυπνούν κάθε πρωί με διαφορετικό πρόσωπο.
Θεσπέσιες γυναίκες που μυρίζουν ροδάκινο, παγιδευμένες στη σοφία τους και σ’ ένα κάλλος που τρελαίνει τους ποιητές. Αναρωτιούνται από πού έρχονται τα όνειρα, προσπαθούν να αντισταθούν στα μίση τους, μετρούν το βάθος των ημερών κι αφήνουν πίσω τους ίχνη από κόκκινα χαμόγελα.
«..Μιλούσε σαν να σήκωνε κάθε λέξη από το χώμα με τη γλώσσα του. Ζούσε έτρωγε ανέπνεε και κοιμόταν με μεγάλο κόπο σαν να έχτιζε πυραμίδα μέσα του.»[4]
Ο Αθανάσιος Σβίλαρ, ο δρ. Αμπού Καμπίρ Μουαουία, ο Λέανδρος, ο Παχώμιος Τενέτσκι, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος.
Άντρες με πρόσωπα στενά, μάτια ρηχά και παχιά αυτιά, παραγεμισμένοι με λατινικές φράσεις…
Κοινοβίτες ή ιδιορρυθμίτες, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί ή Εβραίοι, ορθόδοξοι ή καθολικοί, ήρωες παγιδευμένοι σε ξένες ψυχές ,σε ξένα όνειρα, σε λάθος ιστορίες, γρήγοροι ή αργοί, φτιαγμένοι άλλοι για να λατρεύονται, άλλοι μόνο για να λατρεύουν.
«Η γυναίκα αισθάνεται αμέσως τον άντρα για τον οποίο το γυναικείο στόμα είναι κόμπος στα μουστάκια του. Όλες οι γυναίκες θέλουν πάντα τους ίδιους και αποφεύγουν ακριβώς τους ίδιους. Όπως εκείνα τα μέρη στη γη στα οποία ο σκύλος ποτέ δεν γαβγίζει.»[5]
Τα βιβλία του Πάβιτς δεν διαβάζονται με τον παραδοσιακό τρόπο-σαφώς και μπορεί κανείς και έτσι αλλά υπάρχει πάντα και η γοητευτική δυνατότητα να διαβαστούν αλλιώς. Να λυθούν σαν σταυρόλεξα, να ερμηνευτούν σαν κάρτες ταρό, να «ανατρεχθούν» σαν λεξικά, ή να βιωθούν σαν κλεψύδρες, γενικά ο αναγνώστης μπορεί να επιλέξει από διάφορες εναλλακτικές διαδοχές κεφαλαίων, αυτή που του ταιριάζει περισσότερο. Αν είναι άντρας ή γυναίκα, αν αγαπάει την τάξη των σταυρολέξων ή τις λέξεις τους, αν στέκεται στην εσωτερική ή στην εξωτερική πλευρά του ανέμου. Πρόκειται για βιβλία που συνομιλούν με τον αναγνώστη, τον υπολογίζουν, σχεδόν τον αγγίζουν και τελικά τον ενσωματώνουν στην αφήγηση.
Κλασσικός και μεταμοντέρνος ταυτόχρονα, παραδοσιακός και εικονοκλάστης ο λογοτέχνης, ποιητής, ερευνητής, καθηγητής και Ακαδημαϊκός Μίλοραν Πάβιτς μιλάει για τον εαυτό του σε ένα πανέμορφο αυτοβιογραφικό σημείωμα που μπορεί κανείς να βρει στο site www.khazars.com, μαζί με δυο έργα του ειδικά γραμμένα για το διαδίκτυο και με όλη του τη βιβλιογραφία.
Τα έργα του Πάβιτς τα μισείς ή τα λατρεύεις-όπως εξάλλου συμβαίνει με όλα τα μεγάλα έργα-όπως εξάλλου συμβαίνει και με το μεταμοντέρνο.
Όσο για τους αναγνώστες του:
«είναι εντελώς φανταστικοί. Κάθε ομοιότητα με τους αληθινούς αναγνώστες είναι εντελώς συμπτωματική»[6]
[1] Μίλοραν Πάβιτς «Τοπία ζωγραφισμένα με τσάι» ΗΡΟΔΟΤΟΣ
[2] Μίλοραν Πάβιτς «Τελευταία αγάπη στην Κωνσταντινούπολη» Βιβλιοπωλείο της Εστίας
[3] Μίλοραν Πάβιτς «Το λεξικό των Χαζάρων»Ηρόδοτος
[4] Μίλοραν Πάβιτς «Η εσωτερική πλευρά του ανέμου ή Η αγάπη και ο θάνατος της Ηρώς και του Λέανδρου» ΕΣΤΙΑ
[5] Μίλοραν Πάβιτς «Τοπία ζωγραφισμένα με τσάι» ΗΡΟΔΟΤΟΣ
[6] Μίλοραν Πάβιτς «Τοπία ζωγραφισμένα με τσάι» ΗΡΟΔΟΤΟΣ
26.6.07
Η μεγάλη αρκάνα και τα σταυρολεξολούλουδα (Λίγα λόγια για τον Μίλοραν Πάβιτς)
Αναρτήθηκε από koritsi_oksi στις 13:45 0 σχόλια
Ετικέτες λογοτεχνία
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)